Προκόπης Παυλόπουλος: Το εμβληματικό Ηγετικό Πρότυπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή
Με το πέρασμα το χρόνου, η αδήριτη «ετυμηγορία» της Ιστορίας -που οιονεί εκ φύσεως «απεχθάνεται» και, τελικώς, αντιμετωπίζει δεόντως όσους επιχειρούν να την παραχαράξουν- αποκαθιστά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον πολιτικό «θώκο», ο οποίος του αναλογεί «κατά δικαίαν κρίσιν».
Α. Όπως όλες, σχεδόν ανεξαιρέτως, οι μεγάλες φυσιογνωμίες που άφησαν το ευεργετικό «αποτύπωμά» τους στην Νεότερη Πολιτική Ιστορία μας, έτσι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ν’ αντιμετωπίσει όχι τόσο τις αυτονόητες δυσχέρειες ενός Λαού, ο οποίος ορισμένες φορές -δίχως αποκλειστικώς δική του ευθύνη αλλά βιώνοντας την κατά κανόνα εσκεμμένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας εκ μέρους ιδιοτελών λαϊκιστών και αδίστακτων δημαγωγών πολιτικών- δεν κατάφερε ν’ ανταποκριθεί στο βάρος μεγάλων και επώδυνων πολιτικών αποφάσεων, κρίσιμων για το μέλλον του Τόπου.
Αλλά πρωτίστως τον φθόνο των, καταφανώς κατωτέρων του και κατώτερων των περιστάσεων γενικώς, αντιπάλων του οι οποίοι επανειλημμένως επιδίωξαν να τον εξουδετερώσουν, φθάνοντας ως τον απόλυτο ξεπεσμό οργάνωσης επιχειρήσεων συκοφαντικής αμαύρωσης της προσωπικότητάς του. Καθώς όμως απέδειξε με την όλη πορεία του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ουδέποτε κάμφθηκε –παρά την ανθρώπινη πικρία που «σώρευε» ως το τέλος του πολιτικού του βίου- από την ασφυκτική πίεση τέτοιων συμπεριφορών. Όλως αντιθέτως, επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του, ως Ευπατρίδης Πολιτικός, ακόμη και όταν χρειάσθηκε να υποστεί τις συνέπειες μιας αυτοεξορίας, όπως εκείνης στο Παρίσι έως το 1974, την οποία και επέλεξε ο ίδιος με γενναιότητα και με μόνο γνώμονα την αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης της τότε πολιτικής και πολιτειακής ζωής της Χώρας.
Β. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και έχοντας το «προνόμιο» να είμαι, με προσωπική του επιλογή, για το χρονικό διάστημα μετά το 1990 ένας από τους συνεργάτες του, αισθάνομαι την ανάγκη και το χρέος να καταθέσω τον προσωπικό μου «οβολό» αποτίμησης της πολιτικής προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με πλήρη επίγνωση και της μικρής, σε σχέση μ’ εκείνο άλλων, σημασίας του αλλά και του, σχεδόν αναπόφευκτου,υποκειμενισμού.
Πιστεύω όμως ότι οι αδυναμίες αυτές εκ μέρους μου δεν αλλοιώνουν ουσιωδώς την πραγματικότητα εκείνη, η οποία συνίσταται στο ότι η πολιτική προσφορά και συνεισφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν τόσο πρόδηλη και τόσο θετική για την πορεία του Τόπου προς το μέλλον ώστε να εκπροσωπεί αναμφιβόλως, στο πεδίο της σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας μας, ένα εμβληματικό Ηγετικό Πρότυπο. Πρότυπο, το οποίο διαμορφώθηκε καθ’ όλη την πολιτική παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το 1955 και ύστερα, έως το 1995, όταν και αποχώρησε οριστικά από την ενεργό πολιτική μετά το τέλος της δεύτερης θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπ’ αυτό, ακριβώς, το πνεύμα έχουν διατυπωθεί οι σκέψεις που εκτίθενται στην συνέχεια.
Ι. Το πολιτικώς και πολιτειακώς άψογο θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην σύγχρονη Συνταγματική Ιστορία της Χώρας
Καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, υπό την πρωθυπουργική του -και όχι μόνο- ιδιότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε να δώσει, ιδίως σε κρίσιμες πολιτικές και πολιτειακές περιόδους, εμφανή προτεραιότητα στις αναγκαίες για τον Τόπο θεσμικές τομές. Κυρίως δε σε τομές, οι οποίες συνδέονται αρρήκτως με την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Πολλοί είναι οι λόγοι που δικαιολογούν την κορυφαία και υπεύθυνη αυτή επιλογή του.
Οι σπουδαιότεροι εξ’ αυτών απορρέουν εκ του ότι η όλη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή του επέτρεψε, οιονεί «προφητικώς», να διαγνώσει -με την συνδρομή και της νομικής του παιδείας, που μπορεί να μην υπήρξε εκτεταμένη πλην όμως ήταν, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη πολιτική του διαίσθηση και εμπειρία, αρκούντως συγκροτημένη και στέρεη για μια τέτοια «διάγνωση»– το πόσο ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας «περνάει», αναγκαίως, και μέσ’ από τον αντίστοιχο εκσυγχρονισμό των Πολιτικών και Πολιτειακών Θεσμών, κατ’ εξοχήν δε εκείνων που εγγυώνται την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Το υπό τα ως άνω χαρακτηριστικά θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανιχνεύεται, μ’ εξαιρετική ενάργεια, και στις δύο περιόδους της διακυβέρνησης της Χώρας από τις Κυβερνήσεις του, δηλαδή πριν και μετά την Μεταπολίτευση.
Α. Η «βαθεία τομή» της προ του 1963 περιόδου διακυβέρνησης της Χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Το πρώτο –και από πλευράς ιστορικής αποτίμησης περισσότερο «αφανές» και «αδικημένο» έως σκοπίμως «διαστρεβλωμένο» – θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1961-1963. Πρόκειται για την πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952, η οποία έμεινε γνωστή ως η «βαθεία τομή». Ο όρος δικαιολογείται, οπωσδήποτε, επειδή μολονότι, όπως θα διευκρινισθεί στην συνέχεια, η αναθεωρητική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε «αίσια» κατάληξη, για τα πολιτικά και πολιτειακά δρώμενα της εποχής ήταν άκρως ουσιαστική αλλά και ρεαλιστικώς φιλόδοξη.
Πολλώ μάλλον όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ν’ αντιμετωπίσει τον συνδυασμό της αλαζονείας και της –έστω και κατ’ επίφαση- «παντοκρατορίας» των Ανακτόρων, που έδειχναν σαφώς πώς και γιατί η Βασιλική Οικογένεια, συμπεριλαμβανομένων των «αυλικών» της, είχε πλήρως αποξενωθεί, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, από την Ελληνική πραγματικότητα. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έπρεπε να εξουδετερώσει, σε αρκετές περιπτώσεις, και την εμφανή πολιτική ανευθυνότητα της τότε, στερούμενης και της αναγκαίας συνοχής, Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η οποία σ’ ένα «ξέσπασμα» λαϊκισμού ενδιαφερόταν, αμέσως ή εμμέσως, μόνο για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
1. Η ιστορική διαδρομή
Ευθύς μόλις ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, την 5η Οκτωβρίου 1955 όταν και του ανατέθηκε από τον Βασιλέα Παύλο η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά -τον βοήθησε σε αυτό και η εμπειρία των προηγούμενων υπουργικών του θητειών- ότι το Σύνταγμα του 1952, υπό τις περιστάσεις που είχε θεσπισθεί και με τον τρόπο που είχε έως τότε εφαρμοσθεί, ήταν παντελώς ανεπαρκές για να επιτρέψει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της Χώρας, κατ’ εξοχήν στο θέμα των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων οι οποίες ήταν ήδη κάτι παραπάνω από ορατές.
Πρωτίστως δε των προκλήσεων, οι οποίες ανοίγονταν στον ορίζοντα με βάση την σαφώς εκπεφρασμένη πρόθεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ενταχθεί η Ελλάδα, και δη το συντομότερο δυνατό, στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς της εποχής εκείνης, κατ’ ουσία δε στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ υπογράφηκε την 9η Ιουλίου 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής.
α) Η «κυοφορία» της τότε αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διήρκησε από το 1961 έως το 1963. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΡΕ στην Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Η πραγματοποίησις, όμως, ριζικών μεταβολών, η επιτάχυνσις της προόδου και η εξυγίανσις της δημοσίας μας ζωής, προϋποθέτει μιαν θαρραλέαν μεταρρύθμισιν: Την αναθεώρησιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Η ειρηνική επανάστασις…είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή μόνον υπό την προϋπόθεσιν αυτήν».
Για λόγους ιστορικής πληρότητας επισημαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά ότι η απαιτούμενη -κατά τις διατάξεις του άρθρου 108 του Συντάγματος του 1952- πλειοψηφία των δύο τρίτων προκειμένου να ολοκληρωθεί η Αναθεώρηση του Συντάγματος ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, όπως άλλωστε αποδείχθηκε ύστερα και από την προσχηματική υπαναχώρηση της Ένωσης Κέντρου -που αρχικά είχε συμφωνήσει την 10η Οκτωβρίου 1962- λίγες ημέρες αργότερα, την 13η Οκτωβρίου 1962, δήθεν λόγω έλλειψης σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής. Πλην όμως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέτεινε, υπευθύνως και σθεναρώς, ότι αναλάμβανε την πρωτοβουλία Αναθεώρησης παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες ευόδωσής της διότι, κατά την γνώμη του, αρκούσε έστω και «η παρά την δημοσίαν γνώμην δημιουργία της συνειδήσεως περί υφισταμένης ανάγκης αναθεωρήσεως».
β) Ύστερα από ένα χρόνο, την 10η Οκτωβρίου 1962, η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανακοίνωσε την ολοκλήρωση του σχεδίου της πρότασης Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Την 16η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωσε επισήμως την επικείμενη κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης Αναθεώρησης του ισχύοντος Συντάγματος. Την 19η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε προς τούτο το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και την 21η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους 26 Υπουργοί-Βουλευτές κατέθεσαν στην Βουλή την πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Αμέσως συγκροτήθηκε η για τον σκοπό αυτό προβλεπόμενη Επιτροπή της Βουλής και άρχισε τις εργασίες της, συνεδριάζοντας εννέα φορές, από την 13η Μαρτίου έως την 5η Ιουνίου 1963.
γ) Την 11η Ιουνίου 1963 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραιτήθηκε αιφνιδίως και η πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος ουδέποτε συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής. Η «βαθεία τομή» έμεινε έτσι «στα χαρτιά», πλην όμως η σημασία της κατά την διαδρομή της σύγχρονης Συνταγματικής Ιστορίας μας κάθε άλλο παρά αμελητέα υπήρξε. Επισημαίνεται, ότι κάποιες -με ιδιαίτερη σημασία μάλιστα- από τις θεσμικώς κρίσιμες «καινοτομίες» της «βαθείας τομής» ενέπνευσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στο πλαίσιο της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας η οποία, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, κατέληξε στην θέσπιση του Συντάγματος του 1975.
2. Το περιεχόμενο
Η «βαθεία τομή», μέσ’ από έναν εξαιρετικά ουσιώδη συνδυασμό ρυθμίσεων που αφορούσαν ευρεία Αναθεώρηση ορισμένων αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος του 1952, σχετικών με την «ισορροπία» του Πολιτεύματος, την Διάκριση των Εξουσιών, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου –και κυρίως τα Κοινωνικά- και τους θεσμούς διευκόλυνσης της ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας, θα μπορούσε, αν είχε ευοδωθεί, να συμβάλει τα μέγιστα στον ταχύτερο εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και στην επιτάχυνση της ενταξιακής της πορείας στην τότε ΕΟΚ. Τα κυριότερα σημεία της ιστορικής αυτής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας εντοπίζονται στα εξής:
α) Στην διά της λογικής της θέσπισης των αναγκαίων «θεσμικών αντιβάρων» («checks and balances») ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας –και κυρίως της Κυβέρνησης- που διέθετε την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση έναντι των de facto διογκωμένων τότε εξουσιών των Ανακτόρων. Εξουσιών, οι οποίες υπήρξαν αιτίες πολλών «δεινών» για την πολιτική και πολιτειακή ζωή της Χώρας, με αποκορύφωμα τις συνθήκες παραίτησης της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της οριστικής αναχώρησής του για το εξωτερικό (Παρίσι).
β) Στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας -προβλεπόταν από τότε ο θεσμός των Βουλευτών Επικρατείας- μέσω της διευκόλυνσης του νομοθετικού έργου της Βουλής διά της δυνατότητας να νομοθετεί ακόμη και σε Τμήματα και να ψηφίζει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και «νόμους-πλαίσια», που εξειδικεύονται με νομοθετικά διατάγματα. Αλλά και στον εξορθολογισμό πτυχών της Εκτελεστικής Εξουσίας, ιδίως μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ).
γ) Στον δραστικό περιορισμό των ακροτήτων εφαρμογής στην πράξη του θεσμού της ασυλίας των Βουλευτών (άρθρο 63 του Συντάγματος του 1952) «δεδομένου ότι έχει ήδη διαμορφωθή ουσιαστικώς καθεστώς αποκλεισμού της άρσεως της ασυλίας άνευ τινός διακρίσεως, επί ζημία δε του κύρους του Κοινοβουλίου καλλιεργείται παρά τη κοινή γνώμη υπό των επιβουλευομένων το ελεύθερον Πολίτευμα η εντύπωσις περί ασυδοσίας, δήθεν, του Βουλευτού έναντι του νόμου».
δ) Στην θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία που θα επικεντρωνόταν ιδίως στις εκλογικές διαφορές και στην λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων. Από αυτή την καινοτομία της «βαθείας τομής» έμεινε μέσα στον χρόνο μόνο η –αναμφισβητήτως αναχρονιστική και προβληματική, το λιγότερο- πρόβλεψη για την δικαιοδοσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να θέτει, ενδεχομένως, εκτός νόμου Πολιτικά Κόμματα, δίχως να &upsilo