Μητσοτάκης στον Economist: Το πιο ισχυρό ανάχωμα κατά του λαϊκισμού είναι να ακούς τους πολίτες
Την εκδοχή, που επιστράτευσε ο ίδιος ως πρωθυπουργός με στόχο να απαντήσει αποτελεσματικά στις δυνάμεις του λαϊκισμού, ήτοι «υπέρ της ανάπτυξης αλλά δημοσιονομικά υπεύθυνη, ισχυρή στο μεταναστευτικό και διεκδικητική στην ασφάλεια, παράλληλα με μια ισχυρή εξωτερική πολιτική, και κοινωνικά φιλελεύθερη στο εσωτερικό» περιέγραψε σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο περιοδικό Economist ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός διαμηνύει μεταξύ άλλων ότι «το πιο ισχυρό ανάχωμα κατά του λαϊκισμού είναι να ακούς τους πολίτες και να είσαι αποτελεσματικός» και τονίζει ότι οι ασκούμενες πολιτικές θα πρέπει να διακρίνονται από ειλικρίνεια, αλλά και από την ετοιμότητα να διορθώνεις τυχόν λάθη, προκειμένου να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες.
«Η πολυτάραχη ιστορία της ελληνικής πολιτικής από το 1945 και μετά δείχνει ότι όπου υπάρχει ένα κενό συχνά υπάρχουν προβλήματα. Αυτό ουδέποτε ήταν εμφανέστερο από τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2007, όταν η χώρα αργά, αλλά αδυσώπητα βρέθηκε στη δίνη των κενών υποσχέσεων του λαϊκισμού.
Ο ‘εναγκαλισμός’ της Ελλάδας με μια λαϊκιστική κυβέρνηση ήταν σχετικά σύντομος. Αλλά η ζημιά ήταν βαθιά. Η χώρα που κληρονόμησα όταν εξελέγην Πρωθυπουργός το 2019 θεωρούνταν ευρέως ως ο ασθενής της Ευρώπης.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαφορετική θέση. Το 2023 ανακηρυχθήκαμε «χώρα της χρονιάς» από τον «Economist». Κατακτήσαμε, επίσης, την κορυφαία θέση στην κατάταξη οικονομιών που κάνει το περιοδικό για δύο διαδοχικά έτη. Στις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού το μερίδιο των ψήφων των αριστερών λαϊκιστών κατέρρευσε και το κόμμα μου επανεξελέγη στη διακυβέρνηση για δεύτερη θητεία, με αυξημένο ποσοστό.
Ωστόσο, μετά την πανδημία, εν μέσω πολέμου, ενεργειακής κρίσης, μεταναστευτικών προκλήσεων και υψηλού πληθωρισμού, οι ίδιες λαϊκιστικές παρορμήσεις που καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε στην Ελλάδα ενισχύονται και πάλι σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης.
Έτσι εγείρεται το ερώτημα: τι μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία της Ελλάδας από το 2019 κι έπειτα για τους λόγους που συμβαίνει αυτό και σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε;
Δεν υπάρχει μία, οριζόντια λύση για την αντιμετώπιση της ανόδου του λαϊκισμού. Υπάρχουν ωστόσο ζητήματα με βαθιές ρίζες.
Πάρτε για παράδειγμα τα παράπονα των πολιτών. Ακόμα και τώρα το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κατεστημένο, του οποίου αποτελώ μέρος, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αδυνατεί ή να είναι απρόθυμο να αποδεχτεί ότι οι αιτιάσεις που τροφοδοτούν το ρεύμα του λαϊκισμού -από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την αύξηση του κόστους ζωής- είναι πραγματικές και εκφράζονται με ειλικρίνεια.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που εκδηλώνεται με τη μορφή του «εμείς και αυτοί» και λέει: «εμείς ξέρουμε καλύτερα». Μια τέτοια αλαζονική αυτοπεποίθηση είναι καταστροφική. Μας κάνει να μην βλέπουμε τις δυσκολίες των πολιτών, θολώνει την κρίση μας σχετικά με το ποια ζητήματα πρέπει να θέσουμε σε προτεραιότητα και, τελικά, αποξενώνει τους ψηφοφόρους.
Το 2015 η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της ανόδου του λαϊκισμού. Η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας εξελέγη τον Ιανουάριο εκείνου του έτους και επανεξελέγη οκτώ μήνες αργότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα βρέθηκε με το «πλήρες πακέτο» της λαϊκιστικής ιδεολογίας: έναν υβριδικό συνασπισμό των άκρων τόσο της σκληρής αριστεράς όσο και της σκληρής δεξιάς.
Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν με δίδαξαν ότι οι λαϊκιστές υπόσχονται τα πάντα, αλλά τελικά οι υποσχέσεις τους είναι μεγαλόστομες, απόλυτα κενές και εντελώς ανέφικτες.
Η απάντηση για την καταπολέμηση τέτοιου είδους άκρων έγκειται στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών, έχοντας παράλληλα την ετοιμότητα να αμφισβητήσεις ή και να απορρίψεις τα πιστεύω και τις πρότερες αντιλήψεις σου, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Αυτό σημαίνει να είσαι έτοιμος να προσαρμοστείς γρήγορα σε γεγονότα με παγκόσμιο αποτύπωμα και να υιοθετήσεις μια νέα τριγωνική λογική: υπέρ της ανάπτυξης αλλά δημοσιονομικά υπεύθυνη, ισχυρή στο μεταναστευτικό και διεκδικητική στην ασφάλεια, παράλληλα με μια ισχυρή εξωτερική πολιτική, και κοινωνικά φιλελεύθερη στο εσωτερικό», γράφει μεταξύ άλλων ο κ. Μητσοτάκης.