Κορνήλιος Μιχαηλίδης: “Η ευαλωτότητα των μουσικών μπορεί να αποτελέσει πηγή απόλαυσης για το κοινό”
Μαέστρος, πιανίστας, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κουφονησίων. Ο Κορνήλιος Μιχαηλίδης, ένας από τους πιο δραστήριους αρχιμουσικούς της γενιάς του, επιστρέφει στο πόντιουμ της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών την 1η Μαρτίου για να διευθύνει μια άκρως ενδιαφέρουσα συναυλία – γιορτή για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Εντουάρ Λαλό και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Άρνολντ Σένμπεργκ.
Τίτλος αυτής: «Μερικοί το προτιμούν μπλε» και διακύβευμά της η αντιπαραβολή δύο θεμελιωδών έργων της αμερικανικής λόγιας μουσικής (το μυστηριώδες «Αναπάντητο ερώτημα» του πρωτοπόρου Τσαρλς Άιβς και η εμπνευσμένη από την τζαζ Γαλάζια ραψωδία του Τζορτζ Γκέρσουιν) με δύο ευρωπαϊκά αριστουργήματα ( την εξπρεσιονιστικά παθιασμένη Νύχτα εξαΰλωσης του Άρνολντ Σαίνμπεργκ και τη δεξιοτεχνική για το σόλο βιολί Ισπανική συμφωνία του Γάλλου ρομαντικού συνθέτη, Εντουάρ Λαλό).
Λίγο πριν διευθύνει έργα Άιβς, Λαλό, Σαίνμπεργκ και Γκέρσουιν, ο Κορνήλιος Μιχαηλίδης μιλά στο NEWS 24/7 για τις μουσικές του ρίζες, τον τρόπο που προσεγγίζει το κάθε έργο, αλλά και το πώς ορίζει την επιτυχία μιας συναυλίας.
Μεγαλώσατε σε μια μουσική οικογένεια. Περάσατε ποτέ κάποια περίοδο αντιδραστικότητας κατά την οποία δεν θέλατε να ασχολείστε καθόλου με τη μουσική;
«Το να μεγαλώνει κανείς σε περιβάλλον μουσικών προσφέρει χωρίς αμφιβολία πολλά πλεονεκτήματα όσον αφορά στη διαμόρφωση της μουσικής αντίληψης και την κατανόηση των αναγκών ενός ανερχόμενου μουσικού. μεταξύ άλλων. Ενέχει όμως όπως είπατε και τον κίνδυνο της αντίστροφης ψυχολογίας και της αντιδραστικότητας, στα οποία εγώ δεν αποτέλεσα εξαίρεση.
Καθώς μεγάλωνα, βίωνα μια εσωτερική σύγκρουση που από τη μία τρεφόταν από το έντονο συναίσθημα της συγκίνησης και αγάπης για την μουσική, και από την άλλη, από την αντίσταση προς την μελέτη και το οικογενειακό κατεστημένο, η οποία κάποιες φορές σκίαζε τα πραγματικά μου θέλω. Ως εκ τούτου, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν σκεφτόμουν να ασχοληθώ με την μουσική επαγγελματικά, ενώ παράλληλα εξερευνούσα άλλους τομείς που με γοήτευαν.
Η αποστολή των γονέων, ανεξάρτητα από το αν είναι μουσικοί ή όχι, είναι συχνά περίπλοκη σε ότι αφορά στη μουσική αγωγή των παιδιών τους, καθώς καλούνται να βρουν την χρυσή τομή μιας υγειούς πίεσης – κινητροδότησης του παιδιού ώστε αυτό να ξεπερνά τις δυσκολίες που συναντά στην εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου και να παραμείνει αφοσιωμένο στον ευρύτερο σκοπό, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να το οδηγούν σε αποστροφή προς τη μουσική. Είμαι βαθιά πεπεισμένος για τα σημαντικά οφέλη της μουσικής εκπαίδευσης για τα παιδιά, ανεξάρτητα από τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό, και συνεπώς πιστεύω ότι οι κόποι των γονέων και των παιδιών στην πορεία, θα δικαιωθούν.»
Ενώ ήδη διανύατε μια καριέρα ως αναγνωρισμένος πιανίστας, αποφασίσατε να στραφείτε στη μουσική διεύθυνση. Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας οδήγησαν σε αυτή την απόφαση;
«Η στροφή μου προς την διεύθυνση ορχήστρας δεν έγινε εν μία νυκτί και ούτε μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς χρονικά, καθώς το πιάνο κατείχε και εξακολουθεί να κατέχει κεντρική θέση στη ζωή μου. Ο πλούτος της ορχηστρικής και οπερατικής μουσικής ήταν πάντοτε ένα ισχυρό κίνητρο για την ενασχόλησή μου με την διεύθυνση, ενώ βρίσκω πολύ ελκυστικό και τον ανθρώπινο παράγοντα που αυτή συνεπάγεται.
Σταδιακά, κι ενώ εξασκούσα και τα δύο, συνειδητοποίησα ότι ήμουν πιο ευτυχής επί σκηνής ως μαέστρος, το οποίο με οδήγησε σε περισσότερες επαγγελματικές εμφανίσεις στο πόντιουμ. Η επαγγελματική ικανοποίηση ήταν πάντα ισχυρός και καθοριστικός παράγων στις επιλογές μου, το οποίο είναι και στάση ζωής για εμένα. Μην ξεχνάμε ότι η ενασχόληση με το επάγγελμά μας, ειδικά στην περίπτωση ενός μουσικού, καταλαμβάνει τουλάχιστον το ένα τέταρτο της ενεργούς μας ζωής και ως εκ τούτου, καλό είναι να μας αρέσει!»
Σας επηρέασε το γεγονός ότι ο αδερφός σας, Βασίλης Χριστόπουλος είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος αρχιμουσικός;
«Η οικογένειά μου εν συνόλω, του αδελφού μου συμπεριλαμβανομένου, αποτελούσε πάντοτε πηγή έμπνευσης αλλά και στυλοβάτη της μουσικής μου εξέλιξης. Ταυτόχρονα όμως ήταν και το βασικότερο επιχείρημα για να μην ασχοληθώ με την μουσική. Πέραν της όποιας αντιδραστικότητας, δεν είναι εύκολο το να τελεί κανείς υπό την σκιά των επιτυχημένων συγγενών του. Άλλωστε αφού είχαμε ήδη έναν μαέστρο στην οικογένεια, ποιος ο λόγος να γίνω κι εγώ; Η ενασχόληση με τη μουσική όμως συνήθως υπερβαίνει την λογική κι έτσι τελικά η αγάπη μου γι’ αυτήν υπερίσχυσε.»
Ποια ήταν τα μουσικά πρότυπά σας μεγαλώνοντας;
«Είχα αρκετά πρότυπα, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι δάσκαλοί μου και η οικογένειά μου, αλλά επίσης και πάρα πολλοί μουσικοί που κατάφερναν να με συγκινήσουν και να με συνεπάρουν με την ειλικρίνεια, την απλότητα και την αυθεντικότητα της μουσικής τους έκφρασης. Ωστόσο, η μεγαλύτερη έμπνευση προέκυπτε συνήθως από τα ίδια τα μουσικά έργα. Έτσι, στο προσωπικό μου σύμπαν, η ίδια η τέχνη καταλαμβάνει μια πιο σημαντική θέση από τον ίδιο τον καλλιτέχνη.»
Ο Γκέρσουιν συνέθεσε τη Γαλάζια Ραψωδία εμπνεόμενος από το σύγχρονό του είδος της τζαζ. Πώς καταφέρνει κατά τη γνώμη σας ένα έργο να παραμένει ενδιαφέρον μέσα στα χρόνια;
«Η Γαλάζια Ραψωδία, σύμβολο ενός ολόκληρου μουσικού κινήματος και επιτυχημένο παράδειγμα συγκερασμού της κλασικής μουσικής με την τζαζ, ανήκει στα αριστουργήματα της διεθνούς μουσικής κληρονομιάς, και ως τέτοιο, απολαμβάνει διαχρονικής δημοφιλίας. Ο δυναμισμός, η αισιοδοξία, η μελαγχολία και ο θρίαμβος που εκφράζονται μέσω του πλούσιου μελωδικού και συναισθηματικού κόσμου, αλλά και των έντονων ρυθμικών αντιθέσεων της ραψωδίας, την καθιστούν προσιτή, αξιομνημόνευτη και πάντοτε επίκαιρη.
Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα έργα της βραδιάς που προηγούνται, τα οποία το καθένα με το δικό του μοναδικό του στυλ, έχουν δικαίως κατακτήσει την θέση τους ως πυλώνες του είδους τους στο ρεπερτόριο. Ξεκινώντας με το “Αναπάντητο Ερώτημα” του Ives, ένα καινοτόμο και πειραματικό για την εποχή του έργο το οποίο αναδύεται από βαθιές φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, συνεχίζοντας με την εντυπωσιακή “Ισπανική Συμφωνία” του Lalo, ένα άκρως δεξιοτεχνικό έργο με έντονα ρομαντικά στοιχεία, ενδεικτικό της αντίληψης εκείνης της εποχής του σολίστα ως ήρωα, η βραδιά μετουσιώνεται και αγγίζει το αποκορύφωμα της συναισθηματικής έκφρασης μέσω της “Νύχτας Εξαΰλωσης” του Schoenberg, ένα από τα πιο εκφραστικά, σχεδόν εξπρεσιονιστικά έργα του ρεπερτορίου του οποίου η υπερβατική φύση το καθιστά μοναδικό.»
Θα λέγατε ότι το επάγγελμα του αρχιμουσικού απαιτεί ηγετικές ικανότητες; Εσείς τι κλίμα φροντίζετε να καλλιεργείτε στις πρόβες;
«Το να στέκεσαι μπροστά σε μία ολόκληρη ορχήστρα όπως η ΚΟΑ αποτελούμενη από σπουδαίους μουσικούς δεν είναι εύκολο και σίγουρα απαιτεί ηγετικές ικανότητες αλλά και σεμνότητα. Ένας μαέστρος καλείται μεταξύ άλλων να εμπνεύσει, να οργανώσει και να καθοδηγήσει με την κατάλληλη ενέργεια την ορχήστρα προς την επίτευξη ενός ενιαίου οράματος. Η δική μου εμπειρία αλλά και η προσωπική μου διάθεση, μου έχουν υποδείξει ότι τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται μέσω της ευγένειας και της ηρεμίας, και αυτό το περιβάλλον αμοιβαίου σεβασμού είναι το κλίμα που επιδιώκω να καλλιεργώ στις πρόβες.»
Έχετε ζήσει μεταξύ άλλων στη Γαλλία, την Αμερική, την Φινλανδία και την Ισλανδία. Πώς επηρέασε την προσωπικότητά σας η κάθε χώρα;
«Η συχνή έκθεσή μου σε διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες και η ανάγκη για γρήγορη προσαρμογή σε αυτές με ώθησαν να ανακαλύψω διαφορετικές νοοτροπίες και να αποκτήσω μία ευελιξία, ενώ με βοήθησαν να διευρύνω τον τρόπο σκέψης μου. Με γοήτευαν πάντα οι πολιτισμικές διαφορές και προσπαθούσα να μαθαίνω απ’ αυτές και να ενσωματώνω τα θετικά τους στοιχεία. Αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα κάποιες φορές να δυσκολεύομαι να νιώσω ότι ανήκω αποκλειστικά σε κάποια κουλτούρα, παρότι δεν σταμάτησα ποτέ να νοσταλγώ την Ελλάδα και να επιδιώκω την επιστροφή μου.»
Έχοντας την εμπειρία του resident αρχιμουσικού στην Συμφωνική Ορχήστρα της Ισλανδίας πιστεύετε ότι η προσέγγιση των Βόρειων Χωρών στην κλασική μουσική κι οι ίδιοι ως κοινό οδηγούν στην συγκρότηση ενός διαφορετικού καλλιτεχνικού προγράμματος;
«Αυτό που συμβαίνει στις Βόρειες Χώρες είναι εντυπωσιακό και πολύ όμορφο. Καταφέρνουν να φθάσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα καθότι επενδύουν πολύ στην τέχνη και στην μουσική εκπαίδευση, χωρίς όμως να είναι προσκολλημένοι δογματικά σε κάποια άκαμπτη παράδοση. Έτσι, διατηρούν μια ευελιξία και ανοιχτή στάση απέναντι σε νέες ιδέες και προσεγγίσεις της μουσικής, οι οποίες δίνουν χώρο στην φαντασία και στην εξέλιξη της μουσικής. Δίνουν επίσης μεγάλη σημασία στην σύγχρονη μουσική, την καινοτομία, την συμπεριληπτικότητα και την εξωστρέφεια, προσελκύοντας έτσι ένα διευρυμένο ακροατήριο. Η στήριξη και προώθηση των νέων εγχώριων καλλιτεχνών τους είναι θεαματική, κάτι που θα χαιρόμουν πολύ να δω να γίνεται και στην Ελλάδα, ενώ οι ορχήστρες και οι μουσικοί οργανισμοί τους αποτελούν κορωνίδες υπερηφάνειας των πόλεών τους.»
Πώς προσεγγίζετε την ερμηνεία ενός έργου;
«Αρχικά προσπαθώ να έρθω όσο πιο κοντά γίνεται στην μουσική γλώσσα του εκάστοτε συνθέτη προκειμένου να εμβαθύνω στις προθέσεις του, αναλογιζόμενος τις ιστορικές συνθήκες γύρω από την συγγραφή του κάθε έργου. Στην συνέχεια προσπαθώ να το ζωντανέψω και να το αναδείξω όσο καλύτερα μπορώ μέσω των ιδιαιτεροτήτων του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος, δίνοντας προσοχή στην δομή και τις μουσικές λεπτομέρειες, και αντιμετωπίζοντας το κάθε έργο σαν να είναι το αγαπημένο μου, επιδιώκοντας την συναισθηματική σύνδεση με αυτό, ώστε να μπορώ να το προσφέρω στο κοινό όσο πιο πειστικά γίνεται.»
Τι ορίζει κατά τη γνώμη σας μια επιτυχημένη συναυλία;
«Αν και ο κάθε ακροατής και μουσικός βιώνουν διαφορετικά την κάθε συναυλία, ανάλογα με την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, μια ιδανική συναυλία είναι αυτή που μπορεί να προσφέρει στο ευρύ κοινό μια βαθιά συναισθηματική, ίσως και υπερβατική εμπειρία, γεμάτη ενθουσιασμό και συγκίνηση, ενώ ταυτόχρονα οι εκτελεστές νιώθουν ικανοποίηση από την απόδοσή τους και δικαίωση της προσπάθειάς τους. Ωστόσο, η ευχαρίστηση που αντλεί το κοινό δεν συμβαδίζει πάντα με την ικανοποίηση των μουσικών, οι οποίοι είναι συχνά πολύ αυστηροί και επικριτικοί απέναντι στη δική τους επίδοση. Η ευαλωτότητα των μουσικών μπορεί να αποτελέσει πηγή απόλαυσης για το κοινό, που συχνά εκτιμά την αυθεντικότητα περισσότερο από μια τεχνικά άρτια ερμηνεία. Έτσι, οι πιο “ανθρώπινες” ερμηνείες που έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση είναι συχνά εκείνες που αγγίζουν πιο βαθιά το κοινό και μένουν αξέχαστες.»