Jonathan Jeremiah: Ο solitary man που δούλευε σεκιούριτι στο Wembley
Για πρώτη φορά ακούσαμε ζωντανά τον ευαίσθητο και εξομολογητικό Jonathan Jeremiah το περασμένο καλοκαίρι στο Rockwave Festival 2023. Μας ταξίδεψε με την κιθάρα του σε έναν μελωδικό μαγικό κόσμο που όμως δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε, γιατί τον επισκίασε η λαχτάρα μας για την εμφάνιση του Robbie.
Τώρα ο Βρετανός καλλιτέχνης ετοιμάζεται να επιστρέψει την Αθήνα για ένα live show στο Fuzz Club, στις 25 Νοεμβρίου, όπου θα τον ακούσουμε χωρίς αντιπερισπασμούς.
Τα ξένα Μέσα συγκρίνουν την ερμηνεία του με τους θρυλικούς Bill Withers και Terry Callier, ενώ πρόσφατα η γαλλική έκδοση του Rolling Stone του έκανε εκτενές αφιέρωμα, παρουσιάζοντας τον πιο πρόσφατο δίσκο του, με τίτλο “Horsepower For The Streets”.
Με μια βαθιά, δραματική φωνή, ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις και αυτοβιογραφικούς στίχους ο Jonathan Jeremiah φέρνει το ταλέντο του στη σκηνή του Fuzz Club και αφηγείται το αποτέλεσμα ενός ταξιδιού που ξεκίνησε με μαθήματα κιθάρας σε ηλικία μόλις 6 ετών.
Λίγο πριν ετοιμάσει βαλίτσα για Ελλάδα, κάτι που τον ευχαριστεί απο πολλές απόψεις μιας και δηλώνει αιώνιος ταξιδιώτης, μας μίλησε για το “πακέτο” που λέγεται “Jonathan Jeremiah”.
Η σχέση του με τη μουσική δεν είναι κάτι παράξενο, αφού έπαιζε ενεργό ρόλο στη ζωή του από πολύ μικρή ηλικία. Πώς έφτασε να μαθαίνει κιθάρα; “Αυτό ήταν μία μορφή αθώας επανάστασης”, μας λέει με την ωραιότερη φωνή που έχουμε ακούσει τελευταία, ακόμα και σε podcast. Όλα ξεκίνησαν από τα οικογενειακά τραγουδάκια με τα 4 αδέρφια του στις καλοκαιρινές διακοπές στην πατρίδα της μητέρας του, το ιρλανδικό Tipperary, και προχώρησαν μέσα από την ανακάλυψη της οικογενειακής συλλογής βινυλίων – καλλιτεχνών όπως οι Bill Withers, Scott Walker and Cat Stevens. Οι γονείς του ήρθαν στο Λονδίνο πολύ νέοι, αφήνοντας πίσω τις πατρίδες τους – ο πατέρας του από την Ινδία – και έκαναν οικογένεια στη βρετανική μητρόπολη.
“Ήμουν πάντα περιτριγυρισμένος από μουσική. Τραγουδούσα στη χορωδία του σχολείου. Παράλληλα, επειδή οι γονείς μου ήταν καθολικοί, κάθε Κυριακή συμμετείχα και στην χορωδία της εκκλησίας. Ταυτόχρονα σαν οικογένεια αγαπούσαμε τα μιούζικαλ, τα οποία βλέπαμε όλοι μαζί και τα τραγουδούσαμε. Εγώ, οι τρεις αδελφές και ο αδελφός μου ήμασταν μικροί τραγουδιστές. Το σχολείο σου έδινε τη δυνατότητα εκείνη την εποχή, να μάθεις μια γλώσσα – γαλλικά κυρίως – ή ένα μουσικό όργανο. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές μου επέλεξαν τα γαλλικά και εγώ, όντας επαναστάτης, είπα, θα μάθω κιθάρα. Και έτσι άρχισα να ασχολούμαι πολύ εντατικά.
Παράλληλα η μητέρα μου, που κατάγεται από την Ιρλανδία, μας πήγαινε εκεί διακοπές το καλοκαίρι. Ξέρεις είναι μέσα στις παραδόσεις του τόπου εκεί, να τραγουδάς σε κάθε ευκαιρία. Έτσι τραγουδούσα με τα αδέρφια μου δίπλα στο πιάνο, σε παμπ, σε σπίτια, παντού.”
Πώς ξεκίνησε το ταξίδι του “Α Solitary Man”, του πρώτου δίσκου που κυκλοφόρησε το 2011 και όλοι νομίζουμε ότι έχει να κάνει με κάποιο μοναχικό ταξίδι στην έρημο…
“Ο πατέρας μου δούλευε στην Wembley Arena και στο στάδιο Wembley και εμείς μέναμε ακριβώς απέναντι. Έτσι όταν κλείναμε ο ένας μετά τον άλλο με τα αδέρφια μου τα 16 βρίσκαμε δουλειά στην αρένα. Οι αδερφές μου ήταν ταξιθέτριες και οδηγούσαν τους καλεσμένους στις θέσεις τους και εγώ ήμουν σεκιούριτι. Ήμουν πολύ νυκτόβιος έφηβος, οπότε επέλεξα να κάνω τη νυχτερινή βάρδια.
Δουλειά μου ήταν να κάθομαι ως το τέλος της παράστασης και να βεβαιωθώ ότι όλο το προσωπικό θα έφευγε και οι καλεσμένοι και καλλιτέχνες θα έλεγαν “καληνύχτα” στα παρασκήνια. Μετά κλείδωνα και έμενα εκεί όλη τη νύχτα περπατώντας στους διαδρόμους. Έγραφα τραγούδια και φαντασιωνόμουν ότι ανεβαίνω στη σκηνή του Wembley και τα τραγουδώ.”
Πολλοί από τους στίχους του Jeremiah στο “A Solitary Man” μπορούν να εντοπιστούν -όχι στον Τζόνι Κας – αλλά σε ένα ταξίδι που έκανε στις ΗΠΑ στα 21 του χρόνια. Το οποίο τον βρήκε να συναντά “χαμένα” μέλη της οικογένειάς του – αλλά και να περνάει τα βράδια του στη Νέα Υόρκη τραγουδώντας για το ψωμί του, πριν συνεχίσει να εξερευνά την Αμερική… Αλλά ο solitary man είναι κάποιος λιγότερο glamorous από ό,τι φανταζόμαστε.
“Ο τίτλος αναφέρεται σε εμένα ως σεκιούριτι. Όταν δούλευα ασφάλεια στο Wembley περνούσα βάρδιες απλώς όρθιος μπροστά από μια έξοδο. Αισθανόμουν σαν μια πολύ μοναχική μορφή, επειδή δεν περνούσε κανείς από εκεί, και έτσι ονόμασα το άλμπουμ “Ο Μοναχικός Άντρας”. Πραγματικά, όλοι νομίζουν ότι αναφέρομαι σε κάποια μελαγχολική στιγμή που περπατούσα σε ένα ερημικό τοπίο στα ταξίδια μου. Αλλά όχι. Ήταν επειδή κερδίζα 5 λίρες την ώρα, φροντίζοντας τις πόρτες πυρασφάλειας.”
Και τα ασταμάτητα ταξίδια πώς προέκυψαν; “Οταν ήμουν στη Νέα Υόρκη είχα την ιδέα να ταξιδέψω σε όλη την Αμερική και να γίνω ένας από αυτούς τους τραγουδοποιούς, όπως ο James Taylor ή η Carole King. Ξέρεις, όπως οι Traveling Wilburys. Ήμουν στη Νέα Υόρκη στο Central Station όταν έγραψα το τραγούδι “Happiness“. Το οποίο ήταν λίγο πολύ για την ανάγκη μου για ευτυχία. Τότε αποφάσισα να επιστρέψω στο Λονδίνο, να πάω πίσω στην “ευτυχία”, εκεί που ζουν οι άνθρωποί μου. Και ίσως να βρω ένα στούντιο και να κάνω έναν δίσκο, κάτι που τελικά έκανα … αλλά μου πήρε περίπου δέκα χρόνια.”
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, βρήκε ένα αναλογικό στούντιο στο Dollis Hill, γνώρισε τα μέλη της Heritage Orchestra και οι συνθήκες έδεσαν. Με τον Jules Buckley να αναλαμβάνει τις ενορχηστρώσεις εγχόρδων, ο Jonathan έκανε την παραγωγή και τη ‘μηχανική’ των κομματιών ένα προς ένα, αυτοχρηματοδοτώντας όλη τη δουλειά του, δουλεύοντας στο στάδιο Wembley. Στο πρώτο αυτό άλμπουμ ένιωσε ότι ήθελε πραγματικά να κρατήσει τη μουσική ανέγγιχτη και αμόλυντη από οτιδήποτε άλλο υπήρχε “εκεί έξω”.
Είναι φαν του κινηματογράφου και εμπνέεται από το σινεμά. Ποιες ταινίες ξεχωρίζει; “Λοιπόν, νομίζω ότι μεγαλώνοντας στο Λονδίνο, ήμουν πάντα σε ένα πολύ έντονο περιβάλλον. Θυμάμαι να πηγαίνω στο σχολείο με το τρένο, σε ώρες αιχμής, ήταν τρέλα. Κατά κάποιον τρόπο με τράβηξε η μουσική που με βοηθούσε να ξεφύγω από όλη αυτή την πολυκοσμία και τη φασαρία του Λονδίνου. Η ορχηστρική ή η μουσική που μου έφτιαχνε εικόνες. Οπότε πολλά από αυτά που άκουγα ήταν κινηματογραφική μουσική, πράγματα που με έβγαζαν έξω από τη στιγμή. Για να ξεφύγω και να επιστρέψω σε κάτι πιο ανθρώπινο. Νομίζω λοιπόν ότι η μουσική μου πάντα αντλούσε έμπνευση από κινηματογραφικές αναφορές.
Με θέλγουν μουσικές και ταινίες που έχουν μια μελαγχολία. Υπήρξε μια περίοδος στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όπου υπήρχε πολύ “σκοτάδι” και οι πρωταγωνιστές ήταν αντιήρωες με τραγικά φινάλε. Το “Midnight Cowboy” με το θλιβερό τέλος της απώλειας του Ντάστιν Χόφμαν ή μια άλλη ταινία του Τζον Βόιτ, το “The Champ”, όπου o γιος παρακολουθεί τον πατέρα να πεθαίνει στο ρινγκ.
Μου αρέσουν ταινίες όπως το “Thunderbolt” και το “Lightfoot”, οι Clint Eastwood, Jeff Bridges και το “Fandango”. Όλες αυτές οι ταινίες που είναι ‘εξατομικευμένες’ και σχεδόν δεν έχουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο ή αποτέλεσμα. Είναι σαν ένα μικρό τρυβλίο της ζωής ενός ατόμου που δεν επηρεάζεται σχεδόν από τίποτα μεγάλης κλίμακας. Ένας χαρακτήρας που έχει τεράστια ιστορία για το μικρόκοσμό του, αλλά δεν επηρεάζει την κοινωνία. Κάτι σαν να αγνοεί τον έξω κόσμο, μου άρεσε αυτό. Ίσως έτσι νιώθω κι εγώ με τους δικούς μου. Λίγο ξεχασμένος από τον κόσμο.”
Τελικά, ποιοι είναι οι ήρωές του; “Οι χειροτέχνες, οι τεχνίτες, οποιοσδήποτε έχει περάσει χρόνο δουλεύοντας πάνω σε μια διαδικασία. Το απολαμβάνω αυτό. Με γοητεύει. Το πώς κάποιος ξοδεύει το χρόνο του αναπτύσσοντας κάτι που δεν έρχεται άκοπα. Στα μουσικά πράγματα θαυμάζω την Carole King, τον Scott Walker, τον James Taylor, τον Serge Gainsbourg.”
Τέσσερα άλμπουμ μετά το “Solitary Man”, ο Jonathan Jeremiah κυκλοφορεί το “Horsepower For The Streets”, που συνδυάζει folk και ορχηστρικές διασκευές. Ο πέμπτος αυτός δίσκος βρίσκει τον Bρετανό μουσικό να «περπατά στην έρημο της Καλιφόρνια τραγουδώντας για όλες τις ακούραστες καρδιές». Hχογραφήθηκε με την ορχήστρα Amsterdam Sinfonietta στην Bethlehemker, την άλλοτε εμβληματική εκκλησία του Amsterdam Noord με τη συμμετοχή ορχήστρας 20 εγχόρδων.
Τι μας λέει για το τελευταίο του άλμπουμ; “Αυτό το άλμπουμ αντιμετωπίζει τη μουσική ως ένα σύνολο, αντί για μεμονωμένα τραγούδια. Μιλάω για μία ιστορία εξάρτησης και ενός ανθρώπου που γνώριζα και αντιμετώπιζε το πρόβλημα αυτό. Το άλμπουμ αφηγείται την ιστορία του αλλά και τις αντιδράσεις μου σε αυτήν, ενώ παράλληλα εξερευνά τη χρονική στιγμή στην οποία βρίσκομαι. Κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορίας, περνούσαμε το λοκντάουν, δεν υπήρχαν πια εμφανίσεις, δεν υπήρχε δουλειά, και προσπαθούσα να βρω τον δρόμο μου έξω από αυτήν την κατάσταση. Άρα είναι πολύ προσωπικό για μένα.
Για παράδειγμα το τραγούδι “Σειρήνες στη Σιωπή” (Sirens In The Silence) έχει πολλή αγάπη για τα παιδιά μου, τα οποία παρηγορούσα τότε στην πανδημία, μέσα στη νύχτα, όταν τρόμαζαν με τις σειρήνες των ασθενοφόρων. Τους τραγουδούσα ότι οι σειρήνες είναι πραγματικά με το μέρος μας και μας προστατεύουν. Πρόκειται για προσωπικές ιστορίες στην καθημερινή ζωή.
Στην πραγματικότητα γράφω μουσική γιατί με “σκοτώνει” να μην βγάλω από μέσα μου όσα αισθάνομαι. Νομίζω ότι η απόλυτη μορφή αυτοθεραπείας είναι το να γράφω μουσική. Και αυτό κάνω. Τα υπόλοιπα είναι μπόνους.”