πολιτική

Γιώργος Σταθάκης: Αποχαιρετώντας τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν υπάρχει πια

Το «ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ» έκλεισε οριστικά με την εκλογή Κασσελάκη.

Έτσι καταγράφεται στο διεθνή Τύπο και την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ως «τίτλοι τέλους» του ριζοσπαστικού αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλύτερου αριστερού κόμματος στην Ευρώπη (μαζί με τους Podemos). Και αν όντως πρόκειται για το «τέλος» ίσως μία συζήτηση για το τι συνέβη, τι γίνεται και τι έρχεται να είναι αναγκαία.

Στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ο Κασσελάκης εκπροσώπησε τη «λαϊκιστική» τάση του, την «Κίνηση Μελών» (Ν. Παπάς, Ρ. Δούρου, Π. Πολάκης, Θ. Τζάκρη, κλπ) και τους νεοεισελθέντες (Αντώναρος, κλπ). Η Αχτσιόγλου από την άλλη εκπροσώπησε την τάση των στενών συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα («έξι συν έξι» -Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Ηλιόπουλος, κλπ), την «Ομπρέλα» (Τσακαλώτος, Φίλης, Σκουρλέτης) και τα ιστορικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι πολιτικές διαφορές που εκφράστηκαν στην κάλπη των εσωκομματικών εκλογών προϋπήρχαν.

Οι λαϊκιστές είναι θιασώτες της αναβίωσης του παραδοσιακού δικομματισμού, της μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προς το Κέντρο και του απογαλακτισμού του από την Αριστερά, είτε ως κουλτούρα, είτε ως ιστορική παρακαταθήκη του χώρου. Είναι φιλικοί στη χρήση παραδοσιακών εργαλείων πολιτικής, όπως οι πελατειακές σχέσεις, ενώ ο πολιτικός τους λόγος είναι επικεντρωμένος στον «Αντι-Μητσοτακισμό», δηλαδή στην ανάδειξη των στοιχείων διαφθοράς, ανικανότητας, αλαζονείας, από την παρούσα κυβέρνηση και τον «ψεύτο-πατριωτισμό». Προγραμματικά είναι παντελώς ανύπαρκτοι και ως πολιτικό προσωπικό ανίκανοι να συμβάλλουν στην παραγωγή νέων ιδεών για την κατάκτηση της πλειοψηφίας ή την διακυβέρνηση.

Για την τάση της Αχτσιόγλου και εν γίνει για το αριστερό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προέχει η προγραμματική αντιπολίτευση, η ριζοσπαστική ταυτότητα, ο μεταρρυθμιστικός προγραμματικός λόγος και οι θεσμικές αλλαγές. Υπό αυτήν την έννοια στις πρόσφατες εκλογές αυτό το μπλοκ αποτέλεσε τον κληρονόμο της γνώσης και της εμπειρίας που αποκτήθηκε από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο φόντο αυτό, η νίκη της «τάσης Κασσελάκη» στρέφει οριστικά το ΣΥΡΙΖΑ στο «λαϊκισμό» και την πολιτική και ιδεολογική αναβίωση ενός κόμματος που προσομοιάζει στο πάλαι ποτέ, – εκτός τόπου και χρόνου πλέον, «παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ».

Η «νίκη των λαϊκιστών» δεν έπεσε από το ουρανό. Είναι αποτέλεσμα της απόλυτα καταστροφικής στρατηγικής που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και μετά. Η στρατηγική είχε τέσσερα κομβικά σημεία.

  • Tην αποσιώπηση και ενίοτε την επικριτική ενοχή επί των πεπραγμένων της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
  • «Tο άνοιγμα στην κοινωνία» (εκλογή Τσίπρα από τη βάση). Τα μέλη αυξήθηκαν από 40.000 σε 140.00. Το ένα τρίτο εξ αυτών εξαφανίστηκε αμέσως, ενώ δεύτερο τρίτο συμμετείχε μόνο στις εκλογικές διαδικασίες. Η πρακτική αυτή οδήγησε στην ρευστοποίηση του κόμματος καθώς πλέον σε τοπικό επίπεδο κυριάρχησαν τα προσωπικά δίκτυα των βουλευτών.
  • Tην διεύρυνση του πολιτικού προσωπικού πρώτης γραμμής μέσα από την ετερογενή συνάθροιση ανεπαρκών, κατά την κρίση πολλών «εντός και εκτός των τειχών», προσωπικοτήτων, με ελάχιστες ίσως σημαντικές εξαιρέσεις.
  • Την καθήλωση της αντιπολιτευτικής τακτικής στην αποκαθήλωση του «προσώπου του Μητσοτάκη». Εντός αυτού του πλαισίου η όποια πετυχημένη προγραμματική αντιπολίτευση χανόταν μέσα στην «ακατάσχετη πολυλογία» των λαϊκιστών που προτιμούσαν να αναδεικνύουν, συνεχώς και μόνο, την Μαρέβα, τα «πετσωμένα» ΜΜΕ, τον «άριστο» Πρωθυπουργό, τη διαφθορά, την «επικοινωνία» αντί να επικεντρώνονται στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την επίλυση των καίριων προβλημάτων της κοινωνίας.

Η στρατηγική αυτή κατέρρευσε και ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε κατά κράτος. Αν το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε από το 36% στο 32%, εξαιτίας των απωλειών που είχε κυρίως στα μεσαία στρώματα, το 2023 απώλεσε τη μεγάλη εκλογική του βάση, δηλαδή τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και τη νεολαία. Κοινώς η ενίσχυση του «λαϊκιστικού και διευρυμένου» ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύτηκε από την απώλεια του πολιτικού του ερείσματος στα λαϊκά στρωμάτων. Το «άνοιγμα στην κοινωνία» κατέρρευσε μαζί με την αντιπολιτευτική στρατηγική του «αντι- μητσοτακικού λαϊκισμού».

Οι χαμένες εκλογές και ο μύθος της υπονόμευσης

Οι εκλογές του 2023 κρίθηκαν, ως συνήθως, στα «μεγάλα θέματα της Πολιτικής». Οι ποιοτικές έρευνες κατέγραφαν τη υπεροχή του Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα στα θέματα της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής (40%/20%), ενώ στα θέματα του κοινωνικού κράτους και στα θεσμικά υπήρχε ισορροπία (30%/30%) ή μικρή υπεροχή του Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δεν έκανε τίποτα για να κλείσει την ψαλίδα. Η εμπιστοσύνη των πολιτών και η αξιοπιστία προφανώς ήθελαν άλλη στρατηγική, πέραν της Μητσοτάκης ΑΕ και της»ψεύτο πατριωτικής» κριτικής περί ενδοτισμού της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά. Το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ήταν αυτό που κατέγραφαν οι ποιοτικές έρευνες στα θέματα της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής, μήνες πριν από την ίδια την εκλογική αναμέτρηση.

Η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές για τρεις στρατηγικούς λόγους. Πρώτον διαμόρφωσε ένα ευρύ και συμπαγές πολιτικό μπλοκ. Με αφετηρία το «Ναι» του δημοψηφίσματος, συσπείρωσε τη ΝΔ, μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι (μετά την αποτυχία της ενοποίησης του με το ΠΑΣΟΚ) και μέρος της Ακροδεξιάς (μέσα από τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό, την ενσωμάτωση προσώπων και το φλερτ κατά την άσκηση της εξουσίας με «όψεις» του ακροδεξιού ριζοσπαστισμού). Δεύτερον με κεντρικό σύνθημα την «επιστροφή στην κανονικότητα» αναβίωσε ένα εκτενές σύστημα πελατειακών σχέσεων, δομών ελεγχόμενης διακυβέρνησης και εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων. Τρίτον με το «αντί ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και συνθήματα που προέταξαν το «να τελειώνουμε με την Αριστερά», δεν συσπείρωνε μόνο την διευρυμένη εκλογική της βάση, αλλά διεμβόλισε παράλληλα το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπικουρούμενη από την «μιντιακή» υπεροχή της.

Έτσι την περίοδο 2019-2023 οι λαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησαν «πόλεμο κατά της Αριστεράς». Στο πλαίσιο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης η Αριστερά παρουσιαζόταν ως να ήταν υπεύθυνη για την ήττα του 2019 (π.χ. 37 δις του Τσακαλώτου, -που τώρα πάλι έχει επανέλθει στον κεντρικό, το Ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου, το υποτιθέμενο «ξεζούμισμα» της μεσαίας τάξης που όλα αυτά απειχούσαν τις παραπλανητικές δοξασίες της ΝΔ). Εμφανίζονταν επίσης ως υπαίτια για τη μη ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το 2019-2023, καθώς νοούνταν ότι διευκόλυνε τη ΝΔ με την υποτονική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη καθώς αυτή απείχε από τον αντι-μητσοτακικό «παραλήρημα». Η μεγαλύτερη στρατηγική νίκη της ΝΔ ήταν ότι μετέφερε εντός του ΣΥΡΙΖΑ την ιδέα του «να τελειώνουμε με την Αριστερά». Οι λαϊκιστές έγιναν οι καλύτεροι προπαγανδιστές του «ιδεών του Μητσοτάκη».

Μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 το χάσμα των δυο τάσεων έγινε μεγαλύτερο. Για την «αποτυχία του Τσίπρα» ενεργοποιήθηκε ο αρχέγονος μύθος της «κερκόπορτας», – η υπονόμευση από τις φράξιες και τις ομάδες και ο εσωτερικός εχθρός. Σε αυτό το πλαίσιο κλιμακώθηκαν οι επιθέσεις στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, στα στελέχη της και φυσικά στην αριστερή ιδεολογία και πολιτική εν γένει. Επικράτησαν ρητορεία μοτίβα που επαναλαμβάνονταν με αυτοματισμούς, για τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», το «δεν χρειαζόμαστε τον Μαρξ», τις αναφορές στους «καρεκλοκένταυρους», στους «αργόσχολους του κομματικού μισθού», στους «αχάριστους αριστερούς Κατσιφάρες», στους «ανεπάγγελτους», στους «υπονομευτές του Τσίπρα», στα «sms της Αχτσιόγλου», στις «ελίτ και τα ιερατεία» και πολλές άλλες αθλιότητες. Ταυτόχρονα το βήμα της «αντί-αριστερής» υστερίας έγιναν οι life style εκπομπές (πολύ Τατιάνα, πρωινάδικα και φυσικά Ευαγγελάτος). Σύσσωμη η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρέλαυνε στις lifestyle εκπομπές για να δηλώνει πόσο ραδιούργα, υπονομευτική και αναχρονιστική είναι η Αριστερά.

Ενώ κανείς από τους λαϊκίστικες δεν διέθετε το πολιτικό βάρος να ενώσει και να νικήσει (Παπάς, Πολάκης, Δούρου) στις εσωκομματικές εκλογές και οι μετριοπαθείς Φάμελος και Τεμπονέρας της πιο ουδέτερης ΡΕΝΕ ήταν διστακτικοί να συμμετέχουν, βρέθηκε ο Κασσελάκης να τους ενώσει. Ως να ήταν έτοιμοι από καιρό. Οι λαϊκιστές νίκησαν με τα πιο κατάπτυστα πολιτικά μέσα. Με κεντρικό σύνθημα να νικήσουμε τους «υπονομευτές του Τσίπρα». Και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ως «ευάλωτος από καιρό» σε μία «επιθετική κίνηση» «κατάληψης του κόμματος».

Η λανθασμένη πολιτική στρατηγική της περιόδου 2019-2023 είχαν προλειάνει το έδαφος. Και η βαριά εκλογική ήττα το επιτάχυνε. Κοινώς το ειδικό βάρος των λαϊκιστών διευρύνθηκε σε ένα αποτυχημένο και συρρικνωμένο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ακραίος λαϊκισμός ως κεντρική πολιτική

Και σήμερα μένει το πρόσωπο του νέου Προέδρου. Μία απολίτικη ρευστή φιγούρα (θαυμαστής του Μητσοτάκη, ψήφισε Παπανδρέου, αλλά τελικά είναι Αριστερός). Δεν έχει παρά θολές ιδέες για την ιστορία της χώρας, την πολιτική, την Ευρώπη, τα πολιτικά ρεύματα σκέψης, την πολιτική της ΝΔ στα «μεγάλα θέματα», την γεωπολιτική, την ίδια τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ως μη πολιτικός δεν θα όφειλε φυσικά να γνωρίζει. Επιβάλλεται όμως εφόσον εμφανίζεται ως κάποιος που μοναδικό του προσόν, κατά το ισχυρισμό του, είναι ότι «εγώ είμαι αυτός που μπορεί να νικήσει το Μητσοτάκη» («εκεί που απέτυχε ο Τσίπρας»).

Αν η κεντρική πολιτική υπόσχεση μπορούσε να συνοψιστεί σε μία φράση είναι το «αμερικάνικο όνειρο» σε ελληνική εκδοχή, ένα όραμα δηλαδή ταυτισμένο με το κοσμοείδωλο που παραδοσιακά προβάλλει η αμερικανική Δεξιά για τον εαυτό της. Ο Κασσελάκης επενδύει στην Τραμπική φαντασίωση της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τη μάζα, του «εγώ μιλάω με την κοινωνία απευθείας και δεν χρειάζομαι το κόμμα». Κάθε δημόσια εμφάνιση του Προέδρου έχει επαναλαμβανόμενες κοινοτυπίες περί άμεσων και πρακτικών λύσεων που «θέλει ο λαός», θα τις «λέει ο λαός» και ο Κασσελάκης «θα τις εφαρμόζει». Ο «ακραίος λαϊκισμός» είναι το νέο μοτίβο του ΣΥΡΙΖΑ και δεν χρειάζονται «πολλά λόγια» ή βαθυστόχαστες αναλύσεις.

Φυσικά το φαινόμενο είναι διεθνές. Η «κοινωνία του θεάματος» έχει παράξει λαϊκιστές πολιτικούς ηγέτες όπως ο Μπέπε Γκρίλο (κωμική εκπομπή), τον Ζελένσκι (κωμικό σήριαλ που υποδυόταν τον έντιμο πρωθυπουργό) και τον Τραμπ (ριάλιτι σόου). Μόνο που η Αριστερά την είχε γλιτώσει. Όχι πια. Δυστυχώς μας προέκυψε.

Η Αριστερά αναδείχθηκε σε οιονεί ηγεμονική πολιτική δύναμη την περίοδο μετά την χρηματοπιστωτική κρίση για να αλλάξει τη Ελλάδα. Να την κάνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, με θεσμούς, διαφάνειας και δημοκρατικής συγκρότησης, με μειωμένες κοινωνικές, έμφυλες και περιφερειακές ανισότητες, και αλλαγή της ίδιας της πολιτικής κουλτούρας του τόπου. Πέτυχε αρκετά. Απέτυχε σε άλλα. Παρέμεινε μία «ενοχλητική» δύναμη για το παραδοσιακό ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας και εν δυνάμει βαθιά μεταρρυθμιστική.

Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με την πλειάδα των αριστερών υπουργών δεν ήταν ανατρεπτική, αλλά παρέμενε αυτόνομη, ηθική και απαρέγκλιτα προσηλωμένη στο δημόσιο συμφέρον. Τώρα η επιδίωξη των λαϊκιστών είναι να πάψει να είναι «ενοχλητική». Κοινώς να αρθεί το πολιτικό διακύβευμα και να επισφραγιστεί το τέλος της «αριστερής παρένθεσης».

Ένα πικρό τέλος

Το ταξίδι τελείωσε με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Ταυτίστηκε με τη άνοδο του Τσίπρα του «ηθικού πλεονεκτήματος» και της «αξιοσύνης» της Αριστεράς. Ταυτίστηκε δυστυχώς και με την πτώση του Τσίπρα και την ψευδαίσθηση ότι αντλώντας στοιχεία από ένα «ΠΑΣΟΚ τύπου Αντρέα», θα ήταν εφικτή η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην διακυβέρνηση της χώρας.

Όμως το ΠΑΣΟΚ, όταν έκλεισε ο κύκλος του Αντρέα του 1981, ανανεώθηκε. «Άφησε τον Αντρέα στην άκρη». Άλλαξε ρότα. Το πέτυχε με τον «Εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Εν μια νυκτί, έδωσε ηγεμονία στο ΠΑΣΟΚ έναντι της ΝΔ στο θέμα της οικονομίας (έστω με μπόλικο νεοφιλελευθερισμό του Τρίτου Δρόμου), προέβαλλε τον έντονο φιλοευρωπαϊσμό του, σε αντίθεση με τα τριτοκοσμικά του Αντρέα και προσέλκυσε αριστερούς προβάλλοντας τις αλλαγές στους αναχρονιστικούς θεσμούς, φτιάχνοντας μια νέα εντυπωσιακή πλειοψηφία.

Με την παραπάνω στρατηγική το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ έδωσε άλλα 15 χρόνια ζωής στο γερασμένο κίνημα. Συγκρούστηκε με την εκκλησία, έβαλε τη χώρα στο Ευρώ, την Κύπρο στην Ευρώπη και χειρίστηκε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε αντί-εθνικιστική βάση. Ταυτόχρονα κατέγραψε τρομερές αποτυχίες στα θέματα της διαπλ&om

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button