Γιώργος Σαμαράς: Υποκλοπές και πολιτικό gaslighting
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών και οι αποκαλύψεις σχετικά με τις σχέσεις κυβέρνησης και Intellexa ανέδειξαν εκ νέου την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα του σκανδάλου, καθώς και των εμπλεκομένων φορέων.
Η κυβέρνηση, με αδιαφανείς χειρισμούς σχετικά με τις αλλαγές στην ΑΔΑΕ, κατάφερε να επιβιώσει το πρόσφατο κύμα αμφισβήτησης, το οποίο εντάθηκε ιδιαίτερα λόγω της κριτικής του Χρήστου Ράμμου. Τα σενάρια σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης είναι πολλά, ωστόσο, το «άπλετο φως» που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 2022 ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν.
Το σκάνδαλο παρουσιάζει έντονο σοσιοπολιτικό ενδιαφέρον όσον αφορά τις γενικότερες επικοινωνιακές πρακτικές της κυβέρνησης. Οι λόγοι πίσω από τη συνεχιζόμενη ομίχλη που περιβάλλει την υπόθεση, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τη λειτουργία του κράτους δικαίου και τις επιπτώσεις σε άλλες πτυχές δημόσιας πολιτικής.
Από το «άπλετο φως» πώς καταλήξαμε όμως στην ανοιχτή αμφισβήτηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, διά στόματος κορυφαίου υπουργού, και τη συγκάλυψη μεταξύ των πρωταγωνιστών του σκανδάλου; Η εν λόγω πρακτική έχει όνομα: «πολιτικό gaslighting».
Ο πολιτικός φιλόσοφος Eric Beerbohm έχει αναλύσει μεθόδους εκφοβισμού από πολιτικές δυνάμεις, ειδικά σε υποθέσεις διαφθοράς. To gaslighting δεν αποτελεί νέα μέθοδο στην Ελλάδα, καθώς κατά το παρελθόν αντίστοιχης βαρύτητας υποθέσεις δεν διερευνήθηκαν σε βάθος όσον αφορά τις πολιτικές ευθύνες – αντ’ αυτού, οδηγήθηκαν σε επικοινωνιακό κομφούζιο.
Συνήθως, η θεσμική εκμετάλλευση συνδέεται με δράσεις που έχουν ανάλογο χαρακτήρα, όπως η δυσφήμιση και επανειλημμένη επίθεση κατά όσων μέσων ή προσώπων αντιδρούν στην έλλειψη διαφάνειας.
Επίσης, το gaslighting στην πολιτική συνδέεται άμεσα με τη σκόπιμη πολυπλοκότητα, που προσπάθησε να χτίσει η κυβέρνηση τον τελευταίο χρόνο. Το σκάνδαλο και η έρευνα γύρω από αυτό είναι τόσο περίπλοκα, ώστε η κοινή γνώμη δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
Οι πρακτικές gaslighting της κυβέρνησης εντοπίζονται βασικά εντός συνόρων, κάτι που εναρμονίζεται με την επικοινωνιακή γραμμή που έχουν επιλέξει πολλοί υπουργοί, αλλά και με τις σχέσεις με φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ.
Αντί ενημέρωσης, η επικοινωνιακή στρατηγική επικεντρώνεται κυρίως σε θέματα δικαιοσύνης, με συχνές ανακοινώσεις από τους κυβερνητικούς εκπροσώπους, υποσχόμενοι εξελίξεις με βάση την έρευνα των αρμόδιων αρχών. Εδώ παρατηρείται έντονη αντιλαικότητα στον τρόπο που επιχειρείται η συγκάλυψη και η έλλειψη ενημέρωσης όσον αφορά την υπόθεση.
Υπάρχουν βέβαια και πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως οι γνωστές πρακτικές SLAPP, που επικεντρώνονται στη φίμωση όσων συνεχίζουν να αποκαλύπτουν νέες πτυχές του σκανδάλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν πρόκειται απλώς περί gaslighting, αλλά για στοχευμένη προσπάθεια καταστροφής της αξίας του δημοσιογραφικού έργου.
Αξιολογώντας και αναλύοντας τις παραπάνω πρακτικές, διαπιστώνεται ότι το gaslighting δεν λειτουργεί όπως προσδοκούσε η ίδια η κυβέρνηση, ούτε μπορεί να επιτρέψει σε υπουργικά πρόσωπα να εμφανίζονται στο δημόσιο λόγο και να εκφράζουν ακραίες απόψεις για το τι οφείλει να απασχολεί την κοινή γνώμη, και τι όχι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρόσφατες εξελίξεις θα είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα και ίσως να λάμβαναν μεγαλύτερες διαστάσεις στην περίπτωση που η αξιωματική αντιπολίτευση δεν περνούσε από τόσο σοβαρή κρίση ταυτότητας τους τελευταίους μήνες.
Οι απαντήσεις μπορεί να μην έρθουν ποτέ, αλλά η στάση ενός ολόκληρου συστήματος που εδώ και σχεδόν δύο χρόνια επιχειρεί να αποκρύψει σημαντικά δεδομένα, να επαναπροσδιορίσει νομοθετικές ρυθμίσεις, και να ρίξει στάχτη στα μάτια όσων ενδιαφέρονται για το σκάνδαλο των υποκλοπών, είναι προκλητική.
Αυτή η στάση όμως, λόγω της έντονης αμετροέπειας και των χονδροειδών χειρισμών, φαίνεται να έχει οδηγήσει στο σχηματισμό μοχλού αντίστασης, αλλά και ενθάρρυνσης όσων έχουν αφιερωθεί στη διαλεύκανση της υπόθεσης απέναντι στις αντιξοότητες και το συνεχιζόμενο gaslighting.