Ερντογάν: Μια επίσκεψη που “δεν έγινε μια νύχτα ξαφνικά”
Στην ολιγόωρη επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, βρίσκονται σήμερα στραμμένα τα βλέμματα. Αθήνα και Άγκυρα επιχειρούν να δώσουν μια εικόνα βελτίωσης των διμερών σχέσεων έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα έντασης και απειλών, που η φράση «μπορεί να έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» ειπώθηκε από τουρκικά επίσημα χείλη περισσότερες από μια φορές.
Κυριάκος Μητσοτάκης και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιθυμούν να εκμεταλλευθούν το καλό κλίμα που έχει, πλέον, διαμορφωθεί ούτως ώστε να συμφωνήσουν τα επόμενα βήματα των ελληνοτουρκικών επαφών, καθώς και να εξασφαλίσουν τη διατήρηση χαμηλών τόνων στη μεταξύ τους σχέση.
Ωστόσο, οι διαφορές θα παραμείνουν και μετά την αποχώρηση του Τούρκου προέδρου, με τις δύο πλευρές, στην παρούσα φάση, να κάνουν διαχείριση της κατάστασης και όχι διευθέτηση των προβλημάτων.
Για όλα αυτά μιλούν στο NEWS 24/7 τέσσερις έγκριτοι καθηγητές Διεθνών Σχέσεων · Κώστας Λάβδας, Πέτρος Λιάκουρας, Δημήτρης Τριανταφύλλου και Παναγιώτης Τσάκωνας αναλύουν τί μεσολάβησε από την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα, τις προσδοκίες των δύο πλευρών από τη σημερινή συνάντηση, καθώς και την επόμενη ημέρα στα ελληνοτουρκικά.
Σήμερα, συμπληρώνονται 6 χρόνια από την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα. Μια επίσκεψη που χαρακτηρίστηκε «ιστορική», διότι για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο και δημοσίως αποτυπώθηκαν στο σύνολό τους οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Τι έχει αλλάξει από πότε και ποιον Ερντογάν να περιμένουμε;
Κώστας Λάβδας: Η Τουρκία έχει απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τη Δύση και θα αξιοποιήσει επικοινωνιακά την επίσκεψη στην Αθήνα για δείξει ότι εξακολουθεί να συζητά με τους εταίρους της στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, ακόμη και με εκείνους που θεωρεί ότι τη χωρίζουν πολλά ζητήματα. Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας εγκαινιάστηκε το 2010 και οι δυο χώρες έχουν έκτοτε βρεθεί επανειλημμένα στα πρόθυρα πολέμου.
Υποστηρίζω ότι η συνέχιση του πολιτικού διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας στη συγκεκριμένη συγκυρία θα πρέπει, αντί να αφεθεί στον αυτόματο πιλότο, να αποτελέσει αφορμή για σοβαρό προβληματισμό. Η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία θα εξαρτηθεί από τη δική της επιλογή να υποχωρήσει σε κάποια από τα πολλά ζητήματα που επιχειρεί μονομερώς να επιβάλλει στη διμερή ατζέντα. Οι προσπάθειες της Αθήνας θα πρέπει να προσανατολίζονται στην αξιοποίηση συγκυριών, όπως η παρούσα, για την επίτευξη προόδου, μικρής ή μεγαλύτερης, σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση.
Πέτρος Λιάκουρας: Εν προκειμένω η ιστορία αυτή δεν θα επαναληφθεί. Το 2017 ο Τούρκος πρόεδρος σε απάντηση στην εισαγωγή του Έλληνα προέδρου άνοιξε τη συζήτηση για τη Λωζάννη εκτυλίγοντας τις αναθεωρητικές θέσεις του που είχε αναπτύξει το προηγούμενο διάστημα στις αλλεπάλληλες δηλώσεις του, έχοντας στο στόχαστρο και την Ελλάδα. Με αυτή την αφορμή επανέλαβε ακόμη μια φορά τις διαφορές που χωρίζουν τις δύο χώρες, αναδεικνύοντας τις αδιάλλακτες τουρκικές θέσεις. Είναι γνωστό ότι έχουμε διαφορές πενήντα ετών και συν τω χρόνω προστίθενται νέες που δεν θα έπρεπε, επειδή επιβαρύνεται η βασική διαφορά περί την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την οποία ξεκίνησε η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Η αναφορά στα εκατέρωθεν επιχειρήματα που διευρύνουν το χάσμα είναι μια επανάληψη των διαφορών των δύο χωρών.
Οι επαφές έχουν ένα στόχο, πως είναι εφικτό να λύνονται τέτοιες διαφορές με διπλωματία και διάλογο. Το 2017 ο Τούρκος πρόεδρος έβγαινε από μια περιπέτεια από την οποία κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά και να καταστεί σταδιακά τελικά κυρίαρχος του παιχνιδιού με ηγεμονικές βλέψεις στην ευρύτερη περιφέρειά του. Σήμερα, μετά από έναν άστοχο κύκλο εμπρηστικών και ακραίων δηλώσεων άλλαξε ρότα και δίνει τον τόνο ότι τάσσεται υπέρ της προσέγγισης με την Ελλάδα, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι διαφορές υπάρχουν και θα υπάρχουν και όσο δεν επιλύονται γίνονται κόμπος. Αυτό είναι αληθές, δυστυχώς.
Από τους σεισμούς και εντεύθεν επικρατούν τα λεγόμενα «ήρεμα νερά» σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Ένα καλό δείγμα, ότι αυτό που η Ελλάδα έχει θέσει ως προϋπόθεση διαλόγου συμβαίνει. Εκφρασμένη πρόθεση του τούρκου προέδρου είναι να επιδιώξει την ειρηνική επίλυση με διπλωματία σε ένα παιχνίδι που δεν θα είναι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή δεν θα είναι: κερδίζει ο ένας και χάνει ο άλλος. Το εάν αυτά όλα που διακηρύττει ισχύουν μένει να επαληθευτούν και αξιολογηθούν με την ολοκλήρωση της συνάντησης και της συνέχειας τόσο του καλού κλίματος όσο και της προσπάθειας επίλυσης.
Η παρούσα προσέγγιση δεν είναι μόνο προγραμματική, αλλά υλοποιείται και στο πιο υψηλό επίπεδο. Η 7η Δεκεμβρίου είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συναντηθούν οι δύο ηγέτες, να συνομιλήσουν και να αποφασίσουν. Να εξασφαλισθεί ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι ανοικτοί, ότι η διαδικασία για τη συζήτηση των θεμάτων που απασχολούν τις δύο χώρες είναι ενεργή. Με τα θέματα χαμηλής πολιτικής εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη και αναζητούνται οι τρόποι αντιμετώπισης των μικρών προβλημάτων τα οποία συχνά οδηγούν σε κρίσεις και διαταράσσουν τη σχέση. Πρώτα θα βελτιωθεί η σχέση με την εμπιστοσύνη που δίνει η συνεργασία στα θέματα χαμηλής πολιτικής και σε ένα περιβάλλον οιονεί μορατόριουμ η προώθηση και των θεμάτων υψηλής πολιτικής θα ήταν δυνατόν να αναδειχθεί.
Δεν θα λυθούν όλα τα προβλήματα με μια συνάντηση. Αυτή θα προσδιορίσει πώς θα λειτουργήσει ο κώδικας επαφών και συνομιλιών στα τρία επίπεδα που έχουν αποφασισθεί στο Βίλνιους.
Δημήτρης Τριανταφύλλου: Πολλά πάρα έχουν αλλάξει από την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν την Ελλάδα ως προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έχει αλλάξει το πλαίσιο όσον αφορά το τοπίο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και με το εξωτερικό περιβάλλον σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο εσωτερικό ο Ερντογάν είναι μεν πολιτικά πιο ισχυρός αλλά η χώρα του είναι πιο ευάλωτη οικονομικά λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών. Η πρόσφατη επανεκλογή του δίνει στον ίδιο και την παράταξή του την δυνατότητα να προβάλλει το όραμα της «νέας Τουρκίας».
Δηλαδή με άλλα λόγια, ο πρόεδρος Ερντογάν επιδιώκει τη διαμόρφωση ή τη μετεξέλιξη της χώρας του σε μια περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια που παράλληλα αποκτά χαρακτηριστικά μίας χώρας όπου το πολιτικό ισλάμ έχει σημαντική επιρροή. Στην προσπάθεια μετάλλαξης της χώρας του -που περιλαμβάνει και μια γενικότερη αυτονόμηση από τη Δύση στην οποία θεσμικά ανήκει η Τουρκία- η οικονομική κρίση όπως και οι προκλήσεις σε περιφερειακό επίπεδο (βλέπε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πιο πρόσφατα ο πόλεμος Ισραήλ με τη Χαμάς, η άνοδος των χωρών του Περσικού Κόλπου, κλπ.) έχουν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην καθυστέρηση υλοποίησης της Νέας Τουρκίας, σε μια περίοδο όπου απομακρύνεται περαιτέρω η χώρα από τη Δύση, και ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες στην οποία βασίζεται ουσιαστικά για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων της.
Ταυτόχρονα, στα 6 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το 2017, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί ως σταθερός οικονομικός παράγοντας αλλά παράλληλα και ως αξιόπιστος στρατηγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων δυτικών χωρών λόγω των καθαρών θέσεων που έχει πάρει σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Δηλαδή την χωρίς περιστροφές στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμό της κατά της Ρωσίας, τη βελτίωση των σχέσεών της με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και πολλά από τα καθεστώτα του Περσικού Κόλπου, και πιο πρόσφατα την ξεκάθαρη θέση της αναφορικά με το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα.
Επίσης, οι δυο χώρες μετά τις σχεδόν παράλληλες φετινές τους εθνικές εκλογές διοικούνται από πολιτικά ισχυρούς ηγέτες, που έχουν το κύρος και το πολιτικό βάρος να επιδιώξουν, υπό των σημερινών συνθηκών, τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου στις διμερείς σχέσεις χωρίς να δέχονται ιδιαίτερες επικρίσεις εκ των έσω.
Παναγιώτης Τσάκωνας: Την τελευταία επίσκεψη του κ. Ερντογάν το 2017 και την επεισοδιακή συνάντησή του με τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ακολούθησε από τα τέλη του 2019, κυρίως το 2020 και 2021, και μέχρι τις αρχές του 2023 μια ιδιαίτερα επιθετική -τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και στο πεδίο- στάση της Τουρκίας απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και ειδικότερα απέναντι στην Ελλάδα (παράνομο τουρκολυβικό σύμφωνο, εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, πραγματοποίηση ερευνών από το «Ορούτς Ρέις» με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων σε μη οριοθετημένη περιοχή την οποία διεκδικεί η Ελλάδα, σύνδεση της αποστρατικοποίησης με την αμφισβήτηση της κυριότητας ελληνικών νησιών, απειλές ότι «θα έρθει ξαφνικά μια νύχτα» κλπ).
Από το φετινό καλοκαίρι βεβαίως, δηλαδή μετά τους σεισμούς και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, έχουμε μια αλλαγή κλίματος και ένα νέο θετικό momentum πάνω στο οποίο τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα επιχείρησαν να οικοδομήσουν μια νέα σταθερότερη σχέση παράγοντας και έναν συγκεκριμένο «οδικό χάρτη». Αυτός περιελάμβανε την αναζωογόνηση της διαδικασίας των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, την ενίσχυση των κεκτημένων της διμερούς θετικής ατζέντας μέσω της προσθήκης θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος (όπως η μεταναστευτική πρόκληση, η πολιτική προστασία και η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών) και κυρίως τη δρομολόγηση ενός «αναβαθμισμένου» πολιτικού διαλόγου για ζητήματα «υψηλής πολιτικής».
Συνεπώς, η επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα πραγματοποιείται σε μια θετική χρονικά συγκυρία όσον αφορά την αμιγώς διμερή σχέση. Παράλληλα, όμως, μαίνεται κα ο πόλεμος δίπλα στις δύο χώρες, στη Μέση Ανατολή, όπου ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Για αυτό και η Αθήνα ανησυχεί μήπως οι εκπεφρασμένες επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου να διαδραματίσει έναν ηγετικό ρόλο στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή επηρεάσουν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή μήπως επιλέξει να προκαλέσει ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα της επίσκεψής του στη Γερμανία.
Θα σας έλεγα ότι δεν βλέπω ως πιθανό το ενδεχόμενο μιας πρόκλησης εκ μέρους του. Και τούτο διότι μεγαλεπήβολοι στόχοι του μπορεί να τον καθιστούν ικανό για (κυρίως ρητορικού χαρακτήρα) «μεγάλες ρήξεις» με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή πιο πρόσφατα με τη Γερμανία, αλλά δεν τον παρασύρουν σε απομάκρυνση από τη σταθερά χρήσιμη επιλογή του να «διαμερισματοποιεί» τους στόχους της εξωτερικής του πολιτικής και να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις με την Ελλάδα ως ένα ξεχωριστό ζήτημα που στην παρούσα συγκυρία έχει τη δική του αυτονομία. Δεν βλέπω συνεπώς γιατί να επιλέξει, χωρίς να αποκομίζει κάποιο απτό όφελος, να διακινδυνεύσει μέσω μιας προκλητικής συμπεριφοράς την ανατροπή μιας προσέγγισης που ήδη παράγει κάποια αποτελέσματα και το άνοιγμα ενός ακόμη μετώπου με την Ελλάδα.
Το 2017, ελάχιστες ήταν οι αναφορές σε κοινά σημεία και κυριάρχησε η παράθεση των θέσεων καθεμιάς από τις δύο πλευρές, ενώ δημοσίως λίγα πράγματα ειπώθηκαν για θέματα «χαμηλής πολιτικής», που συνήθως αξιοποιούνται σε τέτοιου είδους συναντήσεις για να καταδειχθεί ότι, παρά τα όσα χωρίζουν τις δύο πλευρές, μπορούν να εμπεδωθούν καλές σχέσεις σε επιμέρους τομείς. Σε αυτά, καθώς και σε κάποιες συμφωνίες της λεγόμενης θετικής ατζέντας, θα εστιάσουν τώρα οι δύο πλευρές, δεδομένων των διαφωνιών τους σε ακανθώδη ζητήματα;
Κώστας Λάβδας: Είναι δεδομένο ότι θα υπογραφούν και πάλι μνημόνια συνεργασίας και συμφωνίες, άλλωστε έχουν υπογραφεί σχεδόν 50 τέτοια κείμενα τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα χρήσιμα και μερικά πολύ χρήσιμα. Αλλά δεν θα επηρεαστεί, δυστυχώς, ο πυρήνας των τουρκικών διεκδικήσεων.
Πέτρος Λιάκουρας: Σε &alp