ΑΕΠ: Οι τέσσερις “σκιές” προβληματισμού για την πορεία της οικονομίας
Δημογραφία, θεσμικές αρρυθμίες, ένταση μεταρρυθμίσεων και αποταμίευση ρίχνουν “σκιές” στο success story, που με επιμέλεια καλλιεργεί η κυβέρνηση για την πορεία της οικονομίας. Τα σημεία αυτά αποτελούν βασικά σημεία προβληματισμού, και, όπως τονίζεται, αν δεν αποτελέσουν αφετηρία δράσεων “ναρκοθετούν” το μέλλον.
Βέβαια, η κυβέρνηση τονίζει ότι η πορεία της οικονομίας είναι άκρως δυναμική, συγκρίνοντας, ιδιαίτερα, με το τι συμβαίνει στην ευρωζώνη, όπου καταγράφεται είτε ύφεση, είτε αναιμική ανάπτυξη.
Πορεία ΑΕΠ
Πάντως και στην Ελλάδα, πορεία ηπιότερη των εκτιμήσεων των αναλυτών παρουσίασε η ανάπτυξη στο γ’ τρίμηνο του έτους, καθώς, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, έφθασε στο 2,1% από 2,7% που ήταν το προηγούμενο τρίμηνο και έναντι της πρόβλεψης ότι θα υποχωρούσε μόλις στο 2,6%.
Τα επιμέρους στοιχεία που παρουσιάζει η ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι κατανάλωση και εξαγωγές, αν και συνέχισαν, σε ετήσια βάση, να εμφανίζουν θετικό πρόσημο, έδειξαν “κόπωσης”, καθώς από τη μία πλευρά ο υψηλός πληθωρισμός και η συνεχής αύξηση των τιμών βασικών ειδών επέδρασαν στην κατανάλωση, Παράλληλα, η αναιμική πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών μειώνει τη ζήτηση και επηράζει τις εξαγωγές και βέβαια τον τουρισμό. Υπενθυμίζεται, και η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος σημείωσε ότι η ΤτΕ θα προχωρήσει σε υποβάθμιση της εκτίμησης για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2024.
Τριμηνιαίες μεταβολές στο ΑΕΠ
Με βάση την ΕΛΣΤΑΤ αναλυτικά:
- Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,5% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2023.
- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 1,8% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2023.
- Oι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 0,7% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2023.
- Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 0,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 0,8%.
- Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 2,0% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2023.
- Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3,1%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2,1%.
Ετήσιες μεταβολές
Επίσης σε επίπεδο έτους:
- Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση κατά 1,0% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2022.
- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 4,9% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2022.
- Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 1,0% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2022.
- Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1,1%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,9%.
- Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 2,9% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2022.
- Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3,4% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 0,8%
Χωρίς εφησυχασμό
Ωστόσο, είναι προφανές ότι στη δεδομένη συγκυρία η ελληνική οικονομία, δε θα πρέπει να εφησυχάζει, αλλά θα πρέπει να τρέξει με πολλαπλάσια ταχύτητα για να καλύψει το κενό με την ΕΕ, την ώρα που εκεί η οικονομία έχει φρενάρει. Παρά ταύτα επίσημος κυβερνητικός λόγος εστιάζει κυρίως στο ότι η χώρα κινείται σε άλλη ταχύτητα από την ΕΕ σε σχέση με την διόγκωση του ΑΕΠ, χωρίς τόσο να “φωτίζει” τις γκρίζες πτυχές.
Ενδεικτικές, πάντως, οι αναφορές που έκανε, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας στο πλαίσιο συζήτησης του πρώτου 1ου Growthfund Summit, που διοργάνωσε την περασμένη Τρίτη το Υπερταμείο. “Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια είναι προφανής, δεν είναι ίδια η οικονομία σήμερα με εκείνην πριν από πέντε χρόνια, με καμία έννοια. Όμως αυτό δεν φθάνει. Εάν τα επόμενα, λίγα, χρόνια, η οικονομία δεν πολλαπλασιάσει τη δυναμική της, δεν θα προλάβουμε. Είμαστε μια χώρα που έχει δημόσιο χρέος και το Υπερταμείο φτιάχτηκε με τη λογική ότι θα πρέπει να έχουμε πιο αποτελεσματική διαχείριση του πλούτου της χώρας μας, έτσι ώστε να συντείνει σε νέο πλούτο. Για λίγα ακόμη χρόνια, το δημόσιο χρέος δεν έχει άμεση επίπτωση στην καθημερινότητά μας, αλλά θα αρχίσει να έχει. Όταν αρχίσει να έχει, πρέπει να είμαστε μια πιο ισχυρή οικονομία, και δημοσιονομικά” ανέφερε ο κ. Βέττας.
Δημογραφικό
Επίσης ο κ. Ν. Βέττας εστίασε, στο δημογραφικό, το οποίο, όπως δήλωσε, “τρέχει προς τη λάθος κατεύθυνση και ακόμη πιο πολύ από ό,τι θα νομίζαμε. Οι γεννήσεις, πέρυσι ήταν 10.000 από πρόπερσι, από τα 80.000 παιδιά πέσαμε στα 70.000. Το δημογραφικό δεν θα αλλάξει εύκολα”, εκτίμησε. Επιπροσθέτως, συνέχισε, “μια οικονομία που θα γίνει πολύ πιο ελκυστική και θα παράγει αξία, θα προσελκύει ανθρώπους. Μια οικονομία που θα είναι στο όριο, θα διώχνει ανθρώπους”.
Σημειώνεται ότι με βάση όσα ανέφερε η Eurostat με αφορμή την ημέρα της Παγκόσμιας Ημέρας του Παιδιού στην Ελλάδα, μόλις το 10% των ελληνικών οικογενειών έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά το 2022. Σύμφωνα με τη Eurostat, μεταξύ των νοικοκυριών με παιδιά στην Ελλάδα, περίπου το 48% έχει ένα παιδί, το 35% δύο παιδιά και το 17% τρία παιδιά.
Την ίδια ώρα ανάλυση της Eurobank, πριν λίγες μέρες, σημείωνε ότι η μακροχρόνια η επίδοση της Ελλάδας στο πεδίο της οικονομίας (και όχι μόνο) αντιμετωπίζει σημαντικούς περιορισμούς από το τρέχον δημογραφικό πρόβλημα (υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού) το οποίο ασκεί αρνητικές επιδράσεις στον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης αναφέρει η Eurobank.
Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, σε ανάλυσή της, απαιτείται σήμερα να εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές (π.χ. κίνητρα για την αύξηση του ρυθμού των γεννήσεων) έτσι ώστε το πρόβλημα να αμβλυνθεί στο μέλλον.
Συμπεριληπτική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις
Επιπλέον ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ υπογράμμισε ότι, “αν τα επόμενα 2-3 χρόνια, δεν νιώσει και το μέσο νοικοκυριό στην τσέπη του την αύξηση της ευημερίας, αυτό μπορεί να υποσκάψει την υποστήριξη στις δύσκολες δομικές μεταρρυθμίσεις που θα έχουμε να κάνουμε”. Επίσης, “η οικονομία πρέπει να προσαρμόζεται σε μια παγκόσμια οικονομία, που η ίδια αλλάζει την ώρα που οι άλλοι κάνουν ένα βήμα, εμείς πρέπει να κάνουμε δύο. Τα επόμενα 2-3 χρόνια ο ρυθμός μεγέθυνσης πρέπει να τρέξει” ανέφερε ο κ. Βέττας, τονίζοντας ότι θα πρέπει να χτιστεί μια οικονομία που θα είναι ελκυστική για επενδύσεις. “Μια οικονομία αδύναμη δε θα έχει δύναμη για μεταρρυθμίσεις” σημείωσε.
Όμως, συμπλήρωσε, “ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται γιατί αυτό πρέπει να γίνει μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο επιβραδύνει. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί στους οποίους εξάγουμε, δεν θα αγοράζουν τόσο πολύ, όσο αγόραζαν τα προηγούμενα 2-3 χρόνια. Πρέπει να παράγουμε πιο έξυπνα, να πουλάμε πιο έξυπνα”.
Η συγκυρία
Να σημειωθεί ότι με βάση το μηνιαία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ για το Νοέμβριο, “ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχωρεί ελαφρά και διαμορφώνεται στις 106,2 μονάδες, από 106,6 μονάδες τον Οκτώβριο. Στο επιχειρηματικό πεδίο, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της οριακής υποχώρησης των προσδοκιών στο Λιανικό εμπόριο, της ήπιας εξασθένισης στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές, ενώ οι αισιόδοξες προσδοκίες στις Υπηρεσίες δεν αντισταθμίζουν τις υπόλοιπες τάσεις. Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης εξασθενεί οριακά. Γενικά, φέτος ο δείκτης κλίματος κινείται σε σχετικά υψηλά συγκριτικά με πέρυσι, όταν μάλιστα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη η κεντρική τάση είναι μάλλον πτωτική. Από το καλοκαίρι και μετά, όταν σταθεροποιήθηκε και το πολιτικό πεδίο κατόπιν των εκλογικών αναμετρήσεων, δεν έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στην πορεία της οικονομικής πολιτικής ούτε στα ευρύτερα δεδομένα της οικονομίας. Σε αυτή την περίοδο το οικονομικό κλίμα κινείται γενικά θετικά, αντανακλά όμως και μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις και αβεβαιότητες. Οι επιχειρήσεις, στους διάφορους κλάδους, κινούνται σε μια ελληνική οικονομία που είναι ισχυρότερη από ό,τι πριν λίγα χρόνια, όμως το κόστος τους αυξάνεται και η ζήτηση αναμένεται πως θα πιεστεί. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη κινείται σε σχετικά χαμηλότερα επίπεδα, σε ένα επίπεδο γενικής σταθερότητας, αλλά έχοντας ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό την ισχυρή επίπτωση από τις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές.”
Θεσμικά κενά
Επίσης, στο συνέδριο του Υπερταμείου, ο κ. Βέττας στάθηκε στη λειτουργία των θεσμών, ως προϋπόθεση ανάπτυξης. “Εχουμε και να διασαφηνίσουμε ρόλους. Άλλο κράτος άλλο κυβέρνηση” τόνισε λέγοντας ότι, “το να δυναμώσει η χώρα θεσμικά είναι σημαντικό και για την οικονομίας. Εάν κάνουμε περαιτέρω δράσεις θα πειστούν να έλθουν και από έξω σημαντικά κεφάλαια” Παράλληλα ο κ. Βέττας ανέφερε τη σημασία ενίσχυσης της εγχώριας αποταμίευσης. “Πολύ λίγες είναι οι χώρες που οι αποταμιεύσεις δεν επενδύονται” ανέφερε ο ο Νίκος Βέττας. Πάντως στο πεδίο αυτό οι ενδείξεις δεν είναι θετικές.
Αποταμίευση
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αποταμίευση κυρίως προέρχεται από τις επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση, με τα νοικοκυριά να υστερούν. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η συνολική ακαθάριστη αποταμίευση (gross saving) στην οικονομία αυξήθηκε στα 21,8 δισ. ευρώ από 16,5 δισ. ευρώ το 2021. Ωστόσο καταγράφηκε μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών στο -2,6% του ΑΕΠ.
Στο μεταξύ με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, την εβδομάδα που πέρασε, η Eurostat και αφορούν το 2022, η Ελλάδα είναι στον “πάτο” της Ευρώπης σε σχέση με την αποταμίευση. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι κατά μέσο όρο έβαλαν στον “κουμπαρά” το 12,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους έναντι 16,4% το 2021, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε δείκτες αποταμίευσης. Εμφάνισε αρνητική αποταμίευση (-4%) και μαζί με την Πολωνία (-0,8%) να έπεται.
Με βάση, δε, την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ για το Νοέμβριο, ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες εξασθένισε σημαντικά τον Νοέμβριο και διαμορφώθηκε στις –67,4 μονάδες (από -61,8). Το 85% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 13% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +4,3 μονάδες στην ΕΕ και στις +3,7 μονάδες στην Ευρωζώνη
Νάρκη στην ανάπτυξη
Η εικόνα όμως της αποταμίευσης, που τα χρόνια του Covid, λόγω της ροής επιδοτήσεων, με βάση και τα στοιχεία με τις καταθέσεις, είχε κάπως βελτιωθεί, αλλά πλέον μπαίνει σε μια “κανονικότητα”, επηρεάζει και τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, καθώς οι “ατομικοί κουμπαράδες” αποτελούν βασικό πυλώνα για μια ισχυρή πορεία χρηματοδοτήσεων επενδύσεων και άρα ανάπτυξης, μέσω των εγχώριων τραπεζών ή ασφαλιστικών ταμείων. Αυτό άλλωστε δείχνουν τα παραδείγματα των προηγμένων χωρών της ΕΕ, όπως η Ελβετία, η Γερμανία, η Ολλανδία, όπου η αποταμίευση λειτουργεί ως “καύσιμο” ανάπτυξης. Επίσης επηρεάζει και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς μια ισχυρή αποταμιευτική βάση μειώνει τις ανάγκες για εξωτερικό δανεισμό.