Αλεξία Μουζά: “Ο Τσαϊκόφσκι είναι ένας συνθέτης για όλους”
«Γενικά το πιάνο με έκανε να αγαπήσω το πιάνο, κι όχι οι συνθέτες. Το ότι έχεις στα δάχτυλά σου τόσες δυνατότητες ήχου, νοτών, το ότι ελέγχεις ένα τόσο μεγάλο όργανο, που μπορεί να γίνει τόσο εύθραυστο και απ’ την άλλη τόσο γεμάτο και δυνατό. Μπορείς να παίξεις ταυτόχρονα πολλές φωνές, να παίξεις ανάγλυφα, τρισδιάστατα.Το ρεπερτόριο για το πιάνο είναι τεράστιο και για να τελειοποιήσεις το κάθε κομμάτι θέλει το χρόνο του. Σου προσφέρεται η δυνατότητα μίας ατελείωτης γνώσης μουσικών έργων, απ’ τα οποία στη μικρή ζωή σου θα μάθεις μόνο ένα κομμάτι τους.»
Κάπως έτσι περιγράφει η Αλεξία Μουζά, μια πιανίστρια με “καταπληκτική ενέργεια, καθαρότητα και ακρίβεια”, σύμφωνα με τις εγχώριες και διεθνείς κριτικές, τη λατρεία που τρέφει για το πιάνο. Μια λατρεία που ξεκίνησε από τα 8 της κιόλας χρόνια, όταν ξεκίνησε τις σπουδές στη μουσική. Στα 11 της ακολούθησε η πρώτη βράβευση – το αριστείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πιάνου “Φίλων 2000” – κι ακολούθησαν πολλά βραβεία και διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς καθώς και συνεργασίες με πολύ αξιόλογες ορχήστρες ανά τον κόσμο.
Λίγο πριν την σύμπραξή της με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (την ερχόμενη Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) στο Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι, η εκρηκτική σολίστ μιλά στο NEWS 24/7 για τα πρώτα της βήματα, τους συνθέτες που ξεχωρίζει και τους μουσικούς διαγωνισμούς.
Το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι που πρόκειται να ερμηνεύσετε είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο απαιτητικά του ρεπερτορίου. Θυμάστε την πρώτη φορά που το ακούσατε;
«Δεν θυμάμαι καθόλου την πρώτη φορά που το άκουσα. Είναι ένα κομμάτι πολύ γνωστό, που παίζεται πάρα πολύ. Η πρώτη ανάμνηση που μου έρχεται με αυτό το κοντσέρτο, η στιγμή όπου το πρόσεξα για πρώτη φορά, ήταν πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ήμουν 13 χρονών σε έναν διαγωνισμό στην Ιταλία. Το είχε παίξει η Yulianna Αvdeeva και όταν άκουσα την ορχήστρα στην αρχή του δεύτερου μέρους, που είναι σαν ένα ρωσικό παραμύθι να ξετυλίγεται τρισδιάστατα στο χώρο, εκεί μαγεύτηκα και σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να το παίξω.»
Η 1η Δεκεμβρίου είναι η πρώτη φορά που θα αναμετρηθείτε με αυτό;
«Δεν είναι η πρώτη φορά που θα το παίξω. Το έχω ερμηνεύσει πολλές φορές. Η πρώτη φορά που το παρουσίασα ήταν στην Βενεζουέλα, την άλλη μου πατρίδα, με την ορχήστρα Σιμόν Μπολίβαρ. Ήταν μία πολύ έντονη εμπειρία από όλες τις πλευρές. Υπήρχε πάρα πολλή ενέργεια σε όλη την ορχήστρα, ένιωθα τη ζωντάνια, το ενδιαφέρον και το ταπεραμέντο από τον κάθε μουσικό, και όλα αυτά μαζί με πάρα πολύ χιούμορ και μία όμορφη συνεργατικότητα στις πρόβες που λίγες φορές έχω νιώσει. Ήταν σαν να είμασταν μία μεγάλη ομάδα μουσικής δωματίου και δεν υπήρχαν τσιγγουνιές στη μουσική έκφραση. Η τελευταία φορά που το έπαιξα ήταν στην Ιαπωνία, στον τελικό του διαγωνισμού Χαμαμάτσου πριν από οχτώ χρόνια. Ανυπομονώ να το ξαναπαίξω στην Αθήνα με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.»
Πού αποδίδετε τη δημοφιλία του;
«Αυτό το κοντσέρτο έχει πολλά υπέροχα μελωδικά θέματα. Ήδη ο τρόπος που αρχίζει το όλο έργο, με μία τόσο γεμάτη μελωδική γραμμή, πιάνει τον θεατή. Σε ξεσηκώνει, σε γεμίζει. Και μετά από αυτήν την πολύ λαμπερή εισαγωγή, ένα-ένα ξετυλίγονται ποικίλα τα μουσικά θέματα, το καθένα με τον δικό του διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Τσαϊκόφσκι κατά τη γνώμη μου είναι ένας συνθέτης για όλους. Η γλώσσα του είναι κατανοητή σε όλους.»
Στην ηλικία των 11 φύγατε από την Ελλάδα και εγκατασταθήκατε στην Ιταλία, προκειμένου να παρακολουθήσετε μαθήματα στην Πιανιστική Ακαδημία της Ίμολας. Πώς αντιμετώπισε η οικογένειά σας αυτή την πραγματικότητα;
«Οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί στις σπουδές μου χωρίς να είναι πιεστικοί και σκληροί. Από όταν άρχισα τα μαθήματα με τον Ουκρανό καθηγητή μου Leonid Margarius, με τον οποίο σπούδασα για πολλά χρόνια, δεν βάζαν σε δεύτερη σκέψη τις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν. Στην Ακαδημία μπήκα 9 χρονών (αφού είχα ήδη αρχίσει μαθήματα για ένα χρόνο μαζί του στη Γερμανία) και κάθε μήνα έφευγα από τη Κρήτη και πήγαινα για μια βδομάδα όπου κάθε μέρα κάναμε μάθημα. Έτσι γέμιζα πληροφορίες και γνώσεις και μετά από τρεις βδομάδες πάλι το ίδιο. Μετά από δύο χρόνια, ο καθηγητής μου είπε στους γονείς μου πως αν έμενα στην Ιταλία η πρόοδός μου θα ήταν πιο σταθερή μιας και θα υπήρχε μια συνεχής παρακολούθηση χωρίς χρονικά κενά. Η οικογένειά μου τότε κάπως χωρίστηκε μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας και η απόσταση μεταξύ μας έγινε σταθερή καθημερινότητα. Όμως οι σχέσεις μας μείνανε όμορφες πολύ και η στήριξη και εμπιστοσύνη στα χρόνια που ακολούθησαν όπου έμεινα μόνη, πάντα υπήρχε. Αυτό μου φαίνεται πολύ σημαντικό κι όμορφο.»
Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της μετάβασης σε μια άλλη χώρα αλλά και των απαιτητικών μουσικών σπουδών, θα λέγατε ότι ωριμάσατε πιο γρήγορα;
«Σίγουρα η αλλαγή χώρας ήταν ένα σοκ. Από εκεί που έμενα σε έναν λόφο στη Κρήτη, σε ένα ζεστό κλίμα, με άλλες μυρωδιές και μια ανεμελιά, πήγα σε μία άλλη πραγματικότητα. Αλλά και πριν μετακομίσω εκεί, το ότι μπήκα από τόσο μικρή σε μια πειθαρχία και συγκέντρωση με έκανε διαφορετική στα μάτια των άλλων παιδιών. Για μένα η παιδική μου ηλικία τέλειωσε όταν ήμουν εννιά χρονών κι άρχισα τις σπουδές στην Ιταλία. Ο χρόνος μου εκτός σχολείου γινόταν μελέτη. Βέβαια πάντα έβρισκα χρόνο να ξεφεύγω (ήμουν ανήσυχο παιδί, δεν καθόμουν κάτω εύκολα και πάντα έβρισκα έναν τρόπο να κάνω αυτό που είχα στο κεφάλι, έστω και για λίγο), αλλά τις περισσότερες ώρες ήμουν πάνω από το πιάνο. Είχα απεριόριστη ενέργεια και ο λόγος που κατάφερνα να κάτσω τόσες ώρες στο πιάνο ήταν πως η φαντασία μου ξεσάλωνε με τη μουσική κι ας ήμουν ακίνητη. Αλλιώς σίγουρα θα είχα σταματήσει.
Τους πρώτους τρεις μήνες, που άρχισα το σχολείο στην Ιταλία δεν καταλάβαινα και πολλά με τη γλώσσα κι ένιωθα σαν εξωγήινος. Από την άλλη τα μαθήματα πιάνου, που γινόντουσαν πιο σταθερά και χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση, με γεμίζανε με ενθουσιασμό. Η σκέψη πως είχα πολλά να μάθω και να ελέγξω και να χτίσω με έκανε να κάθομαι με παραπάνω ζήλο στο πιάνο για να μελετήσω. Μετά από χρόνια, όταν άρχισα να ζω μόνη μου, το να πρέπει να σκεφτώ το σπίτι, να πάω σχολείο, να μου μαγειρέψω, να με φροντίσω με πολλούς τρόπους με έκανε να ωριμάσω πολύ πιο γρήγορα σε μερικά πράγματα. Είναι όμως κάτι που δεν θα άλλαζα.»
Υπήρξαν στιγμές απογοήτευσης; Αν ναι, πώς τις διαχειριστήκατε;
«Οι στιγμές απογοήτευσης για έναν μουσικό είναι πάρα πολλές. Διαγωνισμοί, ακροάσεις ή το να μην παίζεις όπως ήθελες. Να μην έχεις ετοιμαστεί σωστά, να μην έχεις διαχειριστεί το άγχος σωστά, να ξεφύγει η συγκέντρωση. Για μένα απογοήτευση ήταν για παράδειγμα, όταν ήξερα ότι είχα παίξει καλά, μα το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμενα, ειδικά σε ορισμένους διαγωνισμούς. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις και μόνο όταν δεχτείς πως εκεί δεν έχεις τον έλεγχο, χάνει την αρνητικότητά της. Άλλη απογοήτευση είναι με τον εαυτό μου, όταν δεν κατάφερα να φτάσω την ερμηνεία μου στο επίπεδο που ήθελα. Μπορεί από λάθος ετοιμασία ή από την αδύναμη συγκέντρωση του μυαλού στην ώρα της ερμηνείας, λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών επιρροών.
Η διαχείριση της απογοήτευσης είναι να πας μπροστά, να μελετήσεις παραπάνω, να διορθώσεις τα λάθη σου -αν είναι στο χέρι σου- έτσι ώστε την επόμενη φορά να είσαι πιο έτοιμη. Μαθαίνεις. Η όλη μελέτη της μουσικής είναι αυτή: μαθαίνεις χωρίς τέλος από εσένα, και πάντα ψάχνεις να παίξεις καλύτερα. Το να το παίρνεις κατάκαρδα δεν είναι εποικοδομητικό. Άνθρωποι είμαστε, οι απογοητεύσεις έρχονται και φεύγουν, το θέμα είναι να προχωράς και να μεγαλώνεις μέσα από αυτές.»
Έχετε ρίζες από τη Βενεζουέλα και την Ελλάδα. Πώς πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει η κάθε χώρα τον χαρακτήρα σας;
«Είναι ένα πλεονέκτημα πιστεύω να έχεις ρίζες από διαφορετικές χώρες, με πολλές ομοιότητες όσο και διαφορές. Ευτυχώς και οι δυο μου γονείς, δώσανε σε μένα και στην αδερφή μου τους δικούς τους κόσμους ο καθένας. Μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι όπου μιλούσαμε Ισπανικά κι Ελληνικά. Στη Βενεζουέλα πήγα για πρώτη φορά στα 18 μου. Ήταν το όνειρό μου. Από μικρή άκουγα τις ιστορίες της μητέρας μου μαγεμένη. Για ζούγκλες, ζώα που δεν είχα δει ποτέ, φρούτα που δεν είχα φάει ποτέ, και φανταζόμουν αυτή τη χώρα σαν αυτά τα βιβλία που είναι τα αγαπημένα σου όταν είσαι παιδί και τα διαβάζεις ξανά και ξανά και δεν μπορείς να τα βαρεθείς, κι ας ξέρεις κάθε ζωγραφιά και κάθε φράση απ’ έξω. Όταν πήγα για πρώτη φορά ήταν ακόμα πιο όμορφα απ’ ό,τι περίμενα. Κι έτσι πήγαινα κάθε χρόνο, και αργότερα μετακόμισα εκεί για 5 χρόνια, μόνο και μόνο για να ζήσω εκεί, να γνωρίσω το άλλο μου κομμάτι και να νιώσω μέσα μου μια ισορροπία.
Όταν είσαι από δυο μέρη, δεν νιώθεις ποτέ, τουλάχιστον εγώ, πως ανήκεις ολοκληρωτικά στο καθένα. Στην Ελλάδα θα με ρωτήσουν από πού είμαι και στην Βενεζουέλα θα με ρωτήσουν πάλι από πού είμαι. Είσαι και δεν είσαι. Κι αυτό όμως είναι το ωραίο. Μαζεύεις και βλέπεις τί σου αρέσει από τις δυο κουλτούρες, βλέπεις τα αρνητικά της καθεμιάς όσο και τα θετικά. Και διαλέγεις. Επίσης σε κάθε γλώσσα εκφράζεσαι διαφορετικά. Αλλάζει ο εαυτός σου όπως αλλάζεις τη γλώσσα σου. Είσαι σπίτι αλλά και δεν είσαι. Ο Έλληνας θα με καταλάβει, αλλά όχι ολόκληρη, κι ο Βενεζουελάνος το ίδιο. Το μυαλό είναι πιο ανοιχτό κι ελεύθερο, ακριβώς επειδή δεν ανήκει ολοκληρωτικά κάπου.»
Σχετικό Άρθρο
Αλεξία Μουζά: Η πιανίστρια που από τα οκτώ της χρόνια κάνει θαύματα
Από την εμπειρία σας, τα βραβεία ανοίγουν πόρτες;
«Και ναι και όχι. Βλέπεις ονόματα που κερδίζουν και χάνονται, κι άλλα που έφτασαν πιο χαμηλά στον ίδιο διαγωνισμό αλλά μένουν στην διεθνή μουσική σκηνή. Κι άλλα ονόματα που ούτε καν πήραν μέρος σε μεγάλους διαγωνισμούς και κάνουν υψηλού επιπέδου καριέρα. Άρα είναι και θέμα τύχης, ποιος θα σε ακούσει, ποιος θα σε προσέξει. Είναι και πώς θα διαχειριστείς το αποτέλεσμα. Μπορεί να σε ξεζουμίσουν για κάμποσα χρόνια, όπου θα ερμηνεύεις πολύ, αλλά υπάρχει περίπτωση η ποιότητά σου να πέσει, να φθαρθεί. Όλα έχουν να κάνουν με τη διαχείριση που θα κάνεις, με τις επιλογές που θα κάνεις. Δεν υπάρχει μια φόρμουλα που έχει πάντα αποτέλεσμα την επιτυχία όποιο βραβείο κι αν έχεις πάρει.»
Ποιος συνθέτης σας έκανε να αγαπήσετε το πιάνο;
«Στην αρχή αυτά που μελετούσε η μητέρα μου. Οι ιμπρεσιονιστές, ο Μότσαρτ, ο Σοπέν. Ο Ραχμάνινοφ ήρθε μετά και τον αγάπησα αμέσως. Γενικά το πιάνο με έκανε να αγαπήσω το πιάνο, κι όχι οι συνθέτες. Το ότι έχεις στα δάχτυλά σου τόσες δυνατότητες ήχου, νοτών, το ότι ελέγχεις ένα τόσο μεγάλο όργανο, που μπορεί να γίνει τόσο εύθραυστο και απ’ την άλλη τόσο γεμάτο και δυνατό. Μπορείς να παίξεις ταυτόχρονα πολλές φωνές, να παίξεις ανάγλυφα, τρισδιάστατα. Το ρεπερτόριο για το πιάνο είναι τεράστιο και για να τελειοποιήσεις το κάθε κομμάτι θέλει το χρόνο του. Σου προσφέρεται η δυνατότητα μίας ατελείωτης γνώσης μουσικών έργων, απ’ τα οποία στη μικρή ζωή σου θα μάθεις μόνο ένα κομμάτι τους. Ο κάθε συνθέτης έχει κάτι να πει, έχει τον τρόπο του, τη γλώσσα του. Κι εσύ προσπαθείς να μάθεις τη γλώσσα αυτή, να μάθεις το στυλ, να εκπαιδεύσεις το γούστο σου.»