Οδυσσέας Κωνσταντινάκος: Δεν υπάρχει λύση, γιατί δεν υπάρχει πρόβλημα
Στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί μια εσφαλμένη απεικόνιση της πραγματικότητας που συνοψίζεται στο απλοϊκό σχήμα “κάθε πρόβλημα, έχει και μια λύση, χρειαζόμαστε ικανούς πολιτικούς με θάρρος και ειδημοσύνη που θα βρουν κατάλληλες λύσεις στα προβλήματά μας”. Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης εντάσσονται μια σειρά από φαινόμενα και προκλήσεις εξαιρετικής πολυπλοκότητας όπως η κλιματική κρίση και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα διαχρονικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας, η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, το μεταναστευτικό και προσφυγικό, το κράτος δικαίου, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και τέλος η θέση της χώρας στον γεωπολιτικό χάρτη. Επιλέγω αυτές τις μεγάλες κατηγορίες, καθώς είναι κατά τη γνώμη μου, ενδεικτικές και επείγουσες.
Θα πείτε, μα γιατί απλοϊκό και πως είναι δυνατόν τα προβλήματα μας να μην έχουν λύσεις. Θα επιχειρηματολογήσω υπέρ της θέσης ότι αν θεωρούμε τις παραπάνω προκλήσεις/κρίσεις ως προβλήματα, τότε είμαστε καταδικασμένοι να αποτυγχάνουμε στη διαχείρισή τους και να απογοητευόμαστε από τις αστοχίες – άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε αδικαιολόγητες – των εκάστοτε κυβερνώντων.
Ξεκινάω με λίγη θεωρία για να καταλήξω σε πρακτικά ερωτήματα και συγκεκριμένες στρατηγικές.
Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα, τη μεταφράζουμε σε λέξεις, ερμηνευτικά πλαίσια και εν τέλει πολιτικές προτάσεις, έχει σημασία. Γιατί; Διότι, η γλώσσα ορίζει την όρια της σκέψης μας και καθορίζει τις πράξεις μας. Αν ορίζουμε παραδείγματος χάρη ένα φαινόμενο, ως “κίνδυνο” τότε ανάλογα πράττουμε. Με την αντίστοιχη αίσθηση του κατεπείγοντος δηλαδή, φορτίζουμε τον λόγο μας και προτεραιοποιείται εις βάρος άλλων θεμάτων. Αντίστοιχα, όταν ορίζουμε κάτι ως “πρόβλημα” τότε αναμένουμε ότι υπάρχει μια λύση, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα τεχνικής φύσεως στο οποίο υπάρχει (τουλάχιστον) μια αποτελεσματική λύση. Έτσι λοιπόν, οι κυβερνήσεις που εθίζουν τις κοινωνίες σε μια απολιτική απλότητα του τύπου “ψηφίστε μας γιατί έχουμε τις λύσεις στα προβλήματά σας” αφαιρούν την ουσία της πολιτικής από τη συζήτηση και απλουστεύουν τον δημόσιο διάλογο, κατά συνέπεια και τον ανταγωνισμό μεταξύ κομμάτων, στο ποιος θα φέρει τις αντικειμενικά καλές λύσεις στα “προβλήματά” μας. Πρόκειται για μια επικίνδυνη διολίσθηση σε έναν δυστοπικό κόσμο επίλυσης προβλημάτων, όπου δεν υπάρχει πολιτική, παρά μόνο ικανοί λύτες και δύσκολα ή εύκολα προβλήματα. Κατοικούμε σε αυτόν τον κόσμο;
Ούτε κατά διάνοια. Δεν υπάρχουν λύσεις, γιατί δεν υπάρχουν προβλήματα. Οι απανωτοί καύσωνες, καταιγίδες, προσφυγικές ροές, χρηματοπιστωτικές διακυμάνσεις και σκανδαλώδεις αστοχίες του ελληνικού κράτους αποτελούν εκφάνσεις πολύπλοκων φαινομένων που δεν λύνονται με την απλότητα και ταχύτητα ενός υδραυλικού που έρχεται σπίτι να επισκευάσει έναν σπασμένο σωλήνα. Ακόμη και αν υποθέσουμε όμως ότι υπάρχουν “προβλήματα” (που όντως υπάρχουν) τότε δεν υπάρχει μονάχα μια λύση και η κάθε λύση ωφελεί ορισμένους ή (και) επιδεινώνει τη θέση ορισμένων εις βάρος άλλων. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι κερδισμένοι σε ένα περιβάλλον περιορισμένων πόρων. Κάποιος κερδίζει, λιγότερο ή περισσότερο, και κάποιος χάνει, λιγότερο ή περισσότερο. Εκεί έγκειται η ουσία της πολιτικής, στα μεγάλα, αιώνια και βαθιά πολιτικά ερωτήματα του τύπου: ποιες είναι οι προτεραιότητες, ποιόν οφείλουμε να προστατεύσουμε, ποιος πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό, ποιοι πρέπει να ευνοηθούν κλπ.
Η προβληματική κατανόηση της πολιτικής ως επίλυση προβλημάτων έχει τις ρίζες της στην σύγκλιση των δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων στις αρχές του 21ου αιώνα και στην ψευδαίσθηση του τέλους της ιστορίας και της αδιαπραγμάτευτης νίκης της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας που συνυπάρχει αρμονικά με το καπιταλιστικό σύστημα. Εκείνη η συγκυρία ευνόησε έναν πολιτικό λόγο και μια κυβερνητική πρακτική που έλεγε ότι οι μεγάλες προκλήσεις ανήκουν στην ιστορία, οι μεγάλες αφηγήσεις και ιδεολογίες ξεφούσκωσαν, άρα ας αφοσιωθούμε στα “αληθινά προβλήματα” του κόσμου. Ας βρούμε λύσεις στα μικρά και μεσαία ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα, καθώς τα μεγάλα θέματα, όπως η οργάνωση της οικονομίας, η λειτουργία της δημοκρατίας, η αρμονική συμβίωση ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν οριστικά κλείσει. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός λειτουργεί ομαλά, το ελεύθερο εμπόριο είναι ευνοϊκό για όλους, οι γεωπολιτικές αστάθειες έχουν περιοριστεί. Τίποτα σήμερα, δεν θυμίζει την αφέλεια εκείνης της εποχής.
Τα ψεύδη περί λύσεων στα προβλήματα
Τα μεγάλα ερωτήματα τίθεται ξανά με αμείλικτο τρόπο και δεν υπάρχουν προφανείς απαντήσεις. Όποιος καμώνεται ότι έχει λύση στα προβλήματά σας, ψεύδεται ασύστολα ή αγνοεί την πολυπλοκότητα των φαινομένων που καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Αυτή η αξιωματική θέση, ότι δηλαδή τα πολύπλοκα φαινόμενα και προκλήσεις, δεν έχουν λύσεις, αλλά στρατηγικές διαχείρισης, πρέπει να μας οδηγήσει σε νέο πολιτικό λεξιλόγιο, που εισάγει νέες έννοιες όπως αυτή της αβεβαιότητας και της ενδεχομενικότητας. Σε ένα δυναμικό γεωπολιτικό-γεωοικονομικό τοπίο, στην ανθρωπόκαινο εποχή, όπου η αλληλεπίδραση φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος δημιουργεί απρόσμενες και ιδιοσυγκρασιακές καταστάσεις, οφείλουμε να έχουμε επίγνωση των ορίων της δράσης και της αλληλεξάρτησης στο διεθνές σύστημα. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, παρά μόνο στρατηγικές διαχείρισης με αβέβαια αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό που ενσωματώνει διαδικασίες (εκ)μάθησης, προσαρμόζεται, πειραματίζεται, και προλαμβάνει με ταχύτητα. Αυτές οι ποιότητες είναι αναγκαίες για τις προκλήσεις της εποχής μας, όπως η ενεργειακή μετάβαση, η προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου (και) μέσω της βιομηχανικής πολιτικής, η διαχείριση των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Χρειαζόμαστε πολιτικές στρατηγικές με σαφή στοχοθεσία και ευέλικτα επιχειρησιακά σχέδια. Και εδώ υπεισέρχεται η πολιτική, που όπως είπαμε είναι μια άσκηση προτεραιοτήτων. Οι στόχοι μπορεί να είναι σαφείς, αλλά η εκπλήρωσή τους είναι μια βαθιά πολιτική διαδικασία. Σε ένα περιοριστικό πλαίσιο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, ένας νέος προοδευτικός πολιτικός φορέας πρέπει να έχει το θάρρος να μιλήσει για το ποιες κοινωνικές/παραγωγικές ομάδες θα επωμιστούν το κόστος, ποιοι οικονομικοί κλάδοι πρέπει να περιοριστούν μέσα από τη θεσμοθέτηση φορολογικών (αντι-)κινήτρων και ορίων, πως το κοινωνικό κράτος θα συνεισφέρει στην βιώσιμη ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής εν μέσω της δημογραφικής και κλιματικής κρίσης. Η λίστα είναι μεγάλη και δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου. Μονάχα με επίγνωση των δυσκολιών, μπορούμε να διαμορφώσουμε ρεαλιστικές προσδοκίες για το μέλλον. Ένα μέλλον αβέβαιο για το οποίο όμως αξίζει όμως να παλέψουμε.
* Ο Οδυσσέας Κωνσταντινάκος είναι Υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Οικονομίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο και διδάσκων στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού