υγεία

Και όμως, τα αγχολυτικά φάρμακα κρύβουν σοβαρούς κινδύνους

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που δεν το σκέφτονται καν και μόλις το στρες αυξηθεί ή δεν μπορούν να κοιμηθούν το βράδυ, παίρνουν αμέσως αγχολυτικό χάπι. «Ενθαρρύνω ορισμένους από τους ασθενής μου να εξετάσουν το ενδεχόμενο λήψης ψυχιατρικών φαρμάκων, ειδικά για συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως η διπολική διαταραχή. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι χρήσιμη κατά την έναρξη της ψυχοθεραπείας», αναφέρει σε άρθρο της στην Wall Street Journal η Jenny Taitz, κλινική ψυχολόγος και επίκουρη Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.

Ωστόσο, τα αγχολυτικά φάρμακα (βενζοδιαζεπίνες) ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από τα ψυχιατρικά και θέλουν ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση.

Οι βενζοδιαζεπίνες, αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων με ηρεμιστικές, υπνωτικές, αγχολυτικές, αντισπασμωδικές, αναισθητικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες.

Δρουν ενισχύοντας έναν νευροδιαβιβαστή γνωστό ως GABA, ο οποίος δρα ανασταλτικά στη νευρωνική δραστηριότητα και περιορίζει την αίσθηση του άγχους.

«Δεν είναι περίεργο που ασθενείς και φίλοι μου λένε ότι οι βενζοδιαζεπίνες τους βοηθούν να ηρεμήσει το σώμα και το μυαλό τους, ώστε να μπορούν να αποκοιμηθούν γρήγορα», γράφει η Taitz.

Το πρόβλημα είναι ότι όταν αρχίζετε να παίρνετε ένα φάρμακο αυτής της κατηγορίας, ο εγκέφαλος μειώνει τη φυσική παραγωγή του GABA, κάτι που σημαίνει ότι η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη χειρότερα συμπτώματα άγχους, μαζί με εξαιρετικά δυσάρεστα συμπτώματα στέρησης από το φάρμακο.

Φαρμακείο

Δύσκολη η απεξάρτηση από τα αγχολυτικά φάρμακα

«Έχω δει πολλούς από τους ασθενής μου να εξαρτώνται από αυτά τα φάρμακα και στη συνέχεια να πρέπει να αποτοξινωθούν. Κατά τη διάρκεια της αποτοξίνωσης προκαλείται εφίδρωση, πονοκέφαλοι, μυϊκοί πόνοι, αϋπνία, ευερεθιστότητα και ναυτία. Η υπερβολική χρήση τέτοιων φαρμάκων μπορεί επίσης να προκαλέσει επιθετικότητα και κακή κριτική σκέψη, όπως επίσης και να αυξήσει μακροπρόθεσμα τον κίνδυνο άνοιας», συμπληρώνει η ίδια.

Από την πλευρά του ο Robert Whitaker, δημοσιογράφος και πρώην διευθυντής εκδόσεων στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, εξηγεί ότι οι βενζοδιαζεπίνες ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1950, όταν η Hoffmann-La Roche, μια φαρμακευτική εταιρεία, ανέπτυσσε φάρμακα για τη θεραπεία θετικών κατά Gram βακτηρίων.

Η εταιρεία παρατήρησε ότι μετά τη χορήγηση του φαρμάκου σε πειραματόζωα που βρίσκονταν στα πρόθυρα ηλεκτροπληξίας, τα τρωκτικά συμπεριφέρονταν παθητικά.

Ακόμη και σε χαμηλή δόση, τα ποντίκια παρέμεναν ήρεμα καθώς πλησίαζαν σε μια συσκευή που θα τους χορηγούσε ηλεκτροσόκ, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι αναστατωμένα.

Στη δεκαετία του 1960, ο ψυχίατρος και φαρμακευτικός έμπορος Arthur Sackler, άρχισε να διαφημίζει το Valium ως «το μικρό βοηθό της μητέρας», σε γυναίκες που ένιωθαν εξαντλημένες από τις κουραστικές ημέρες στο σπίτι ως νοικοκυρές.

Δεν θεραπεύουν, απλώς αντιμετωπίζουν παροδικά το πρόβλημα

Το πρόβλημα είναι ότι καμία ουσία δεν μπορεί να σας θεραπεύσει από τα προβλήματα της καθημερινότητας.

Η λήψη ενός ηρεμιστικού έχει ως στόχο το να ξεφύγουμε από τα προβλήματα και τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκαλούν, ενώ αυτό που στην πραγματικότητα πρέπει να μάθουμε είναι να τα αποδεχθούμε και να μάθουμε τρόπους να τα διαχειριζόμαστε, υπογραμμίζει η δρ. Taitz.

Επίσης, είναι παράδοξο το γεγονός ότι στις περιπτώσεις που χρειαζόμαστε να σκεφτούμε περισσότερο, αυτό το φάρμακο μειώνει την ικανότητα της σκέψης μας.

Η δρ. Tola T’ Sarumi, ψυχίατρος με εξειδίκευση σε θέματα εθισμού και καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, λέει ότι συνταγογραφεί βενζοδιαζεπίνες σε μικρές ποσότητες σε άτομα που έχουν νοσηλευτεί για οξύ ψυχιατρικό πρόβλημα, όμως, πριν φύγουν από το νοσοκομείο του διακόπτει την αγωγή.

Αγχολυτικά προκαλούν εθισμό όπως τα ναρκωτικά

Πολλοί άνθρωποι όμως συνεχίζουν να χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα για μήνες και χρόνια, γεγονός που δημιουργεί επιπλοκές και κινδύνους, ιδίως όταν με την πάροδο του χρόνου παρατηρείτε ότι δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα που είχαν τον πρώτο καιρό.

«Και έτσι αυξάνεις την ποσότητα ξανά και ξανά. Και τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό», εξηγεί η δρ T’ Sarumi.

«Οτιδήποτε αλλάζει γρήγορα το πώς αισθάνεται κάποιος, μπορεί να προκαλέσει και κατάχρηση», λέει ο ψυχίατρος Arthur Robin Williams, ειδικός σε θέματα εθισμού από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια.

Η γοητεία μιας ουσίας που μπορεί να σας βοηθήσει να νιώσετε λιγότερο ανήσυχοι ή μοναχικοί μέσα σε λίγα λεπτά μπορεί να είναι ισχυρή, λέει ο δρ Williams, αλλά η αμεσότητα της ανακούφισης των συμπτωμάτων, κρύβει τον τον κίνδυνο της εξάρτησης.

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα με τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας, είναι ότι οι άνθρωποι που τα λαμβάνουν συστηματικά αρχίζουν να βασίζονται σε αυτά ως στρατηγική αντιμετώπισης εις βάρος άλλων, πιο υγιών τεχνικών ρύθμισης των συναισθημάτων τους.

Και ενώ η διακοπή τους μπορεί να στην αρχή να είναι δύσκολη, ειδικά επειδή η αντίδραση στο στρες κατά την πρώιμη αποχή μπορεί να είναι πιο έντονη, η προσπάθεια όμως αξίζει τον κόπο.

«Όταν καταφέρει κάποιος να διακόψει την αγωγή, έχει λιγότερο άγχος και κατάθλιψη και είναι πιο ικανός να παραμείνει σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας και να ασχοληθεί με όλα του τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα», καταλήγει η δρ. Taitz.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button