Ελλάδα

Η πολιτική ως (αναγκαία) σύγκρουση και ως βία

Θέμα των ακόλουθων σκέψεων είναι η τρέχουσα δημόσια συζήτηση για την δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας μη-κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Ήδη αυτές τις μέρες κάποιες φοιτητικές οργανώσεις προχώρησαν σε κατάληψη σημαντικών πανεπιστημιακών σχολών. Με αυτό αφορμή η εφημερίδα «Καθημερινή» στην ηλεκτρονική της έκδοση (19.01.2024) μετέδωσε την είδηση αυτή με τον εξής τίτλο: «Ρολά» στα κεντρικά πανεπιστήμια – Αγωνία για την εξεταστική». Προφανώς αυτό δεν είναι λάθος.

Χιλιάδες φοιτητές αγωνιούν και δικαίως για την πρόοδο των σπουδών τους, για την στοιχειώδη δυνατότητά τους, έπειτα από μαθήματα και διάβασμα μηνών, να εξεταστούν στις γνώσεις τους και να έρθουν λίγο πιο κοντά στο πτυχίο. Είναι όμως αυτή η αγωνία η μοναδική που πρέπει να καταλάβει θέση στο τίτλο; Η αγωνία των φοιτητών που αντιτίθενται στην «ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης», όπως οι ίδιοι διατυπώνουν, δεν πρέπει να ακουστεί; Ή μήπως αν αυτή ακουστεί θα υπάρξει η παρεξήγηση, πως αυτός που ακούει, συμφωνεί κιόλας;

Ο ιταλός Ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκαλκάτι στο προσφάτως μεταφρασμένο και, για τους μη επαϊόντες του κλάδου της ψυχανάλυσης, διαφωτιστικό δοκίμιό του με το ερώτημα «τι απομένει από τον πατέρα;» (Εκδόσεις Κέλευθος) προβαίνει σε μία ανάλυση, η οποία μου φαίνεται χρήσιμη για το πολιτικό πεδίο. Κατά την αναζήτηση του «πατέρα» αναρωτιέται σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα στη «σύγκρουση» και τη «βία» και τα δύο ως σύμβολα διαμόρφωσης της σχέσης των γενεών, γονιών και παιδιών. Η «σύγκρουση» είναι σε αυτό το πλαίσιο αναπόφευκτη, αλλά ως τέτοια λυτρωτική. Διότι σύγκρουση σε αυτό το πεδίο σημαίνει αναγνώριση του άλλου, αναγνώριση του παιδιού από τον γονιό. Αναγνώριση δεν σημαίνει εδώ τίποτα λιγότερο από την «αναγνώριση των λόγων μίας σύγκρουσης», το άνοιγμα στη συζήτηση θα μπορούσε να πει κανείς, η δυνατότητα να ακούσεις τον άλλο. Αυτό, τονίζει ο ίδιος συγγραφέας, δεν σημαίνει, πως θα κλονιστείς στις απόψεις σου, αλλά πως τις «τοποθετείς σε έναν κοινό τόπο».

Η κοινωνία είναι ο ευρύτερος κοινός τόπος που έχουμε και αν δεν έχουμε ούτε αυτό, αν αρνούμαστε τη σύγκρουση, τότε εξασκούμε τη «βία». Βία συγκροτείται όταν αρνούμαστε τον άλλο και τους λόγους του, όταν οι θεσμοί δεν αναγνωρίζουν λόγο ύπαρξης στα κινήματα και τις αντιδράσεις, όταν οι γονείς δεν αφήνουν χώρο στα παιδιά. Για τον ψυχαναλυτή η κατάσταση της σύγκρουσης είναι μη παθολογική, η κατάσταση της βίας παθολογική.

Όταν μία μερίδα νέων έχει προχωρήσει στην ακραία πράξη κατάληψης πανεπιστημιακών σχολών είναι αυτονόητο, πως μία μεγαλύτερη μερίδα των λοιπών πολιτών διαφωνεί, από αυτούς μία μεγάλη μερίδα συμφοιτητών αυτών που προχώρησαν στην κατάληψη θίγονται στα συμφέροντά τους προσωπικά. Είναι όμως γι’ αυτό το λόγο αδιάφορες οι αιτίες της κατάληψης και των εκφραστών της;

Έχουμε εκπαιδευτεί σε παράλληλες ετυμηγορίες. Μιλάμε μόνο σε όσους πιστεύουμε εκ των προτέρων πως θα νεύσουν καταφατικά σε όσα λέμε. Ο τίτλος που έδωσε αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις επιδιώκει υπόρρητα να αποκλείσει το λόγο του Άλλου, να αποκλείσει τη σύγκρουση και την αναγνώριση του δικαιώματος σε συμμετοχή στον κοινό τόπο και ως τέτοιος θεμελιώνεται στη βία. Δεν είναι πρωτοφανής αυτή η στάση.

Ο πολιτικός Λόγος σήμερα στη Χώρα έχει αυτό ως βασικό χαρακτηριστικό: παράλληλες συνομιλίες του καθενός με το κοινό του και με την κατά το δυνατό μεγαλύτερη ένταση – φωνής και λόγων – αποκλεισμού της συμμετοχής άλλων κοινών.

Το διαπιστώνει κανείς σε κάθε θέμα: για τους θιασώτες ιδιωτικών πανεπιστημίων η μόνη αγωνία που μετρά είναι αυτή των χαμένων εξετάσεων – για τους υποστηρικτές της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια – στους οποίους ρητά έχω περιλάβει τον εαυτό μου – η αντίθετη άποψη «δεν έχει κανένα σοβαρό επιχείρημα». Κάθε φορά που μπόρεσα να δημιουργήσω την άποψή μου, να την οικειοποιηθώ πραγματικά, να καταλάβω τα ίδια μου τα επιχειρήματα και να τα πιστέψω πιο γερά, συνδέεται με το ότι επέτρεψα στον εαυτό μου να πάρει στα σοβαρά την αντίθετη άποψη, να μην θυμώσω με την ύπαρξη της, αλλά να συγκρουσθώ μαζί της. Η δυνατότητα επικοινωνίας είναι η κύρια δημιουργική δύναμη ενός δημοκρατικού δημόσιου διαλόγου.

Αντίθετα η πολιτική παιδεία που τρέφεται από το «βίαιο» αποκλεισμό όσων διαφωνούν μαζί μας είναι μία παθολογική κατάσταση.

*Ο Σταύρος Κιτσάκης είναι Διδάκτωρ Νομικής και Δικηγόρος

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button